THEPOWERGAME
Μόλις τρεις μήνες μετά τους καταστροφικούς σεισμούς στην ανατολική Τουρκία, που ευθύνονται για περισσότερους από 50.000 θανάτους, η χώρα, που υπερηφανεύεται για τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ, φιλοξενεί 50 αμερικανικές πυρηνικές κεφαλές, 4 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες και έχει αναλάβει βασικό ρόλο στη διαμεσολάβηση Ρωσίας – Ουκρανίας, αντιμετωπίζει την πιο σκληρή οικονομική κρίση εδώ και 15 χρόνια.
Με αυτά τα δεδομένα, η χώρα των 85 εκατ. κατοίκων και των 64 εκατ. ψηφοφόρων διεξήγαγε χτες, Κυριακή 14 Μαΐου, προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, με μια αντιπολίτευση να είναι για πρώτη φορά στην 21ετή παντοκρατορία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τόσο αισιόδοξη πως θα καταφέρει την ανατροπή. «Αυτή είναι σίγουρα η πιο κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση που έχει αντιμετωπίσει ο Ερντογάν από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 2002», δήλωσε στο αμερικανικό CNBC ο Ράιαν Μπολ, ανώτερος αναλυτής στη Rane για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Η ανατροπή που ήρθε δεν είναι άλλη, παρά η πορεία της Τουρκίας προς έναν δεύτερο γύρο προεδρικών εκλογών, κάτι πρωτοφανές για τη χώρα. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας που πρόεδρος οδηγείται στον δεύτερο γύρο. Και πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ οι προεδρικές εκλογές ήταν ένα μίνι θρίλερ μέχρι τα ξημερώματα, το κόμμα του Ερντογάν κέρδισε με καθαρή διαφορά τις βουλευτικές.
Σύμφωνα με το Anadolu, ο κυβερνητικός συνασπισμός του Ερντογάν έχει εξασφαλίσει το 49,38% των συνολικών ψήφων, ενώ ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης έχει 35,16%, με πιθανώς άλλες 10 ποσοστιαίες μονάδες, εάν προσθέσει ψήφους από το Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα ή το HDP, με πλειοψηφία Κούρδων (το οποίο ήταν υπό το κόμμα της Πράσινης Αριστεράς) και άλλα σοσιαλιστικά κόμματα. Πάντως, το μερίδιο της κοινοβουλευτικής ψήφου για το κόμμα του Ερντογάν, AKP, έχει συρρικνωθεί σημαντικά από τις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, με το προκαταρκτικό αποτέλεσμα να είναι το χειρότερο τα τελευταία τουλάχιστον 20 χρόνια, όταν το ΑΚΡ ανήλθε για πρώτη φορά στην εξουσία το 2022.
Τα αποτελέσματα και η σιγουριά των υποψηφίων για τη νίκη στον β’ γύρο
Το σίγουρο είναι πως ούτε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά ούτε και ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου κατάφεραν στις προεδρικές εκλογές να συγκεντρώσουν πάνω από 50%, σε μια εκλογική διαδικασία με μια άνευ προηγουμένου συμμετοχή, που ξεπέρασε το 93%. Κι έτσι, η Τουρκία οδεύει ολοταχώς προς τον δεύτερο γύρο.
Το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu, με την ενσωμάτωση να έχει φτάσει στο 98,31%, δίνει στον Ερντογάν προβάδισμα με 49,35% και ακολουθεί ο Κιλιτσντάρογλου με 44,99%, ωστόσο υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ των στοιχείων που δόθηκαν από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης και το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (YSK). Ο έτερος υποψήφιος, Σινάν Ογάν, συγκεντρώνει 5,32%.
Μιλώντας τα ξημερώματα της Δευτέρας, ο Ερντογάν δήλωσε ότι πίστευε ότι είχε αρκετές ψήφους για να κερδίσει από τον α’ γύρο, αλλά είπε ότι θα δεχόταν τον δεύτερο γύρο, σεβόμενος το αποτέλεσμα, και κατηγόρησε «κάποιους» -χωρίς να τους κατονομάζει- ότι προσπάθησαν να «εξαπατήσουν το έθνος», υποστηρίζοντας ότι προηγούνται. Ο ίδιος, μιλώντας μπροστά σε μια θάλασσα υποστηρικτών του μέσα στη νύχτα, δήλωσε πεπεισμένος πως «θα υπηρετήσει τη χώρα για ακόμη πέντε χρόνια». «Δεν ξέρουμε ακόμη αν οι εκλογές τερματίστηκαν με αυτόν τον πρώτο γύρο, αλλά αν ο λαός επέλεξε να γίνει δεύτερος γύρος, θα το σεβαστούμε», δεσμεύτηκε, τονίζοντας πως προηγείται με 2,6 εκατ. ψήφους.
Από την πλευρά του, ο Κιλιτσντάρογλου δήλωσε ότι θα δεχόταν έναν δεύτερο γύρο, εκφράζοντας και αυτός την πεποίθησή του πως θα τον κερδίσει, λέγοντας: «Παρ’ όλα τα ψέματα και τις επιθέσεις του, ο Ερντογάν δεν έλαβε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κανείς δεν πρέπει να είναι ενθουσιασμένος. Οι εκλογές δεν κερδίζονται στο μπαλκόνι», είπε, αναφερόμενος στην ομιλία Ερντογάν. «Θα νικήσουμε οπωσδήποτε στον δεύτερο γύρο», δήλωσε, επικαλούμενος την «ανάγκη της κοινωνίας για αλλαγή».
Το Εκλογικό Συμβούλιο είπε ότι πάνω από το 91% των ψήφων έχει καταμετρηθεί, αλλά ότι υπήρξαν μεγάλες καθυστερήσεις στην καταμέτρηση αυτών που καταμετρώνται στο εξωτερικό. Το YSK κατήγγειλε τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των ψηφοφόρων στο εξωτερικό που συμμετέχουν φέτος στις εκλογές.
Τόσο ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, όσο και ο Σινάν Ογάν είχαν εκφράσει ανησυχία για τον ρυθμό της καταμέτρησης των ψήφων. «Εμποδίζετε τη βούληση του λαού της Τουρκίας. Αλλά δεν θα μπορέσετε να εμποδίσετε αυτό που θα γίνει, δεν θα δεχτούμε ποτέ τετελεσμένα», προειδοποίησε ο 74χρονος Κιλιτσντάρογλου.
Χθες το βράδυ οι δυο βασικοί υποψήφιοι επιδόθηκαν σε μια μάχη αριθμών, απαιτώντας οι εκλογικοί αντιπρόσωποι των παρατάξεών τους να παραμείνουν στα εκλογικά τμήματα «μέχρι τέλους». Ο Κιλιτσντάρογλου κατήγγειλε ότι ορισμένες καταμετρήσεις εμποδίζονταν από επανειλημμένες αντιρρήσεις εκλογικών αντιπροσώπων. «Μην μπλοκάρετε τη βούληση αυτού του έθνους. Κάνω έκκληση στους εργάτες της δημοκρατίας μας στον αγώνα. Μην αφήσετε ποτέ τις κάλπες και τις εκλογικές επιτροπές. Είμαστε εδώ μέχρι να μετρηθεί κάθε ψήφος», έγραψε στο Twitter.
Ο Σινάν Ογάν δήλωσε πως έχει αναφορές για «χειραγώγηση» ψηφοφοριών στο εξωτερικό. «Η καταμέτρηση των ψήφων δεν γίνεται σε ένα υγιές περιβάλλον. Προειδοποιώ το YSK. Λάβετε άμεσα τα απαραίτητα μέτρα και διασφαλίστε ότι οι διαδικασίες καταμέτρησης ψήφων θα διεξαχθούν γρήγορα. Επιπλέον, δεν θα επιτρέψουμε ένα τετελεσμένο γεγονός με χειραγώγηση ξένων ψήφων», τόνισε.
Νικητής ο εθνικισμός
Αν πρέπει να εξαχθεί ένα συμπέρασμα, αυτό είναι πως το συνολικό αποτέλεσμα μέχρι στιγμής υποδηλώνει μια νίκη για μια σειρά εθνικιστικών κομμάτων, αλλά και μια αιφνιδιαστική ήττα για τον συνασπισμό των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης, που περίμενε να κερδίσει την πλειοψηφία. Το εκλογικό αποτέλεσμα μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους: πρώτον, έπειτα από τις απανωτές κρίσεις ο Ερντογάν «άντεξε» και όχι απλώς άντεξε, αλλά νίκησε καθαρά με προβάδισμα άνω των 2,5 εκατ. ψήφων, και δεύτερον, το ότι οδηγείται σε δεύτερο γύρο θεωρείται «εκλογική ήττα».
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αγωνίστηκε και αγωνίζεται (για τις επόμενες 15 μέρες) για την πολιτική του επιβίωση έπειτα από δύο δεκαετίες στην εξουσία, έχοντας διατελέσει πρωθυπουργός της Τουρκίας από το 2003 έως το 2014 και πρόεδρος από το 2014 και μετά. Έγινε γνωστός ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης τη δεκαετία του 1990 και γιόρτασε την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας μετατρέποντας την οικονομία της Τουρκίας σε μια υπολογίσιμη δύναμη και ισχυρή αναδυόμενη αγορά.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ λιγότερο ρόδινα για τον συντηρητικό ηγέτη, του οποίου οι οικονομικές πολιτικές έχουν πυροδοτήσει μια πρωτοφανή οικονομική κρίση και εκτόξευση του κόστους ζωής. Οι εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και Δύσης κλιμακώνονται συχνά και οι διεθνείς και οι εγχώριες φωνές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι η δημοκρατία της Τουρκίας φαίνεται λιγότερο δημοκρατική μέρα με τη μέρα, με φυλακίσεις πολιτικών αντιπάλων και δημοσιογράφων, αλλά και με εμφανή χειροτέρευση της θέσης της γυναίκας.
Από την άλλη μεριά, ωστόσο, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου θα καταφέρει να νικήσει στον δεύτερο γύρο τον Ερντογάν, η διακυβέρνησή του με μειοψηφία στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση προβλέπεται ότι θα είναι το λιγότερο δύσκολη, καθώς έχει υποσχεθεί ότι δεν θα κυβερνά με Προεδρικά Διατάγματα. Συν τοις άλλοις, ο συνασπισμός του δεν διακρίνεται για την ενότητά του. Παράλληλα, ο κοσμικός Κιλιτσντάρογλου, γνωστός και ως «Γκάντι της Τουρκίας», αν και θεωρείται «γενναίος» στις δημόσιες τοποθετήσεις του, αφού εν μέσω ενός άκρατου εθνικισμού εκείνος δήλωσε υπέρ της επιστροφής των ελληνοτουρκικών σχέσεων στην εποχή Παπανδρέου – Τζεμ, ενώ δεν δίστασε να δηλώσει προεκλογικά και δημόσια πως είναι Αλεβίτης, κάτι που θεωρείται «κακό» στη γειτονική χώρα, δεν χαρακτηρίζεται από κοινωνία και πολιτικούς αναλυτές «χαρισματικός». Εν αντιθέσει με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ή τον υποψήφιο αντιπρόεδρό του και δήμαρχο Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί και ο μη υπολογίσιμος στις δημοσκοπήσεις τρίτος υποψήφιος, ο οποίος φαίνεται πως ενισχύθηκε από την αποχώρηση Ιντζέ την τελευταία στιγμή, ο Σινάν Ογάν. Ο ακροδεξιός εθνικιστής Ογάν, ενώ στις δημοσκοπήσεις δεν ξεπερνούσε το 3%, τώρα λαμβάνει άνω του 5%, συμβάλλοντας στην πορεία της Τουρκίας προς τον δεύτερο γύρο προεδρικών εκλογών. Και οι αναλυτές θεωρούν ότι οι ψήφοι του είναι πιο πιθανό να κατευθυνθούν προς τον Ερντογάν και όχι προς τον μετριοπαθή Κιλιτσντάρογλου. Ο ίδιος, βέβαια, ξεκίνησε ήδη τα «παζάρια», αναφέρει ο βρετανικός Guardian.
Πιθανός νικητής και του β’ γύρου ο Ερντογάν
«Εάν οι εκλογές ολοκληρωθούν στον δεύτερο γύρο σε δύο εβδομάδες, ο Ερντογάν μπορεί να έχει πλεονέκτημα», εκτίμησε στον Guardian ο Howard Eissenstat, αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Πολιτικής της Μέσης Ανατολής στο Πανεπιστήμιο St Lawrence στη Νέα Υόρκη. Οι ψηφοφόροι δεν θα ήθελαν μια «διχασμένη κυβέρνηση», είπε αναφερόμενος στις βουλευτικές εκλογές, που θα διεξαχθούν επίσης την ίδια ημέρα.
Η δύσκολη πορεία είναι προδιαγεγραμμένη
Παρ’ όλα αυτά, ό,τι και να συμβεί στην Τουρκία στις 28 Μαΐου -ημερομηνία διεξαγωγής του δεύτερου γύρου εκλογών-, το σίγουρο είναι πως η πορεία από τις 29 Μαΐου μέχρι και την επόμενη εκλογική αναμέτρηση δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα.
Η οικονομία της Τουρκίας βρίσκεται σε πτωτική πορεία τα τελευταία πέντε χρόνια. Η τουρκική λίρα έχασε το 77% της αξίας της έναντι του δολαρίου, ο πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί και η ανεργία έχει επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό. Ο επίσημος πληθωρισμός ξεπερνά το 50%, αλλά οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι στην πραγματικότητα είναι υψηλότερος από 100%.
Σε νέα πτώση η τουρκική λίρα – «Χτύπησε» χαμηλό δύο μηνών
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη από τα ξημερώματα η τουρκική λίρα έπεσε έναντι του ευρώ, αλλά και του δολαρίου, καθώς οι επενδυτές εξέφρασαν την απογοήτευσή τους που η εποχή των αντισυμβατικών οικονομικών του Ερντογάν δεν φαίνεται να τελειώνει αμέσως. Μάλιστα, η λίρα κινήθηκε ελαφρά χαμηλότερα, στις 19,63 ανά δολάριο υποχωρώντας 0,2%, κοντά στο χαμηλό δύο μηνών. Νωρίτερα στη συνεδρίαση, οι κρατικές τράπεζες παρενέβησαν για να διατηρήσουν τη συναλλαγματική ισοτιμία γύρω στις 19,65 ανά δολάριο, σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Bloomberg. Το νόμισμα έκλεισε στις 19,58 την Παρασκευή, ανεβάζοντας τη συνολική πτώση του φέτος στο 5%. Η κεντρική τράπεζα αρνήθηκε να σχολιάσει τη συναλλαγματική ισοτιμία.
«Η οικονομία είναι στην κορυφή του μυαλού για τον μέσο Τούρκο και είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από την αποδυνάμωση της υποστήριξής του προς την κυβέρνηση», είπε ο Ράιαν Μπολ. «Εάν ο Ερντογάν και το ΑΚΡ χάσουν την εξουσία, θα είναι σχεδόν αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους», πρόσθεσε.
«Το νόμισμα πρέπει να καταρρεύσει εάν κερδίσει [ο Ερντογάν], γιατί δεν θα υπάρχει εμπιστοσύνη», προέβλεψε ο Μάικ Χάρις, ιδρυτής της Cribstone Strategic Macro.
Εάν τελικά κερδίσει ο Κιλιτσντάρογλου, «νομίζω ότι θα δούμε μια άνοδο στις επενδύσεις στην Τουρκία», δήλωσε από την πλευρά του ο Τζορτζ Ντάισον, ανώτερος αναλυτής στην Control Risks, προσθέτοντας: «Αυτό θα ισχύει ιδιαίτερα εάν ο Κιλιτσντάρογλου επιδείξει τα δημοκρατικά διαπιστευτήρια της Τουρκίας και κατευνάσει τις ανησυχίες σχετικά με το Κράτος Δικαίου» στη χώρα.
Ωστόσο, και πάλι οι προκλήσεις είναι πολλές: μια πιθανή διάσπαση του συνασπισμού των έξι κομμάτων θα μπορούσε να «δημιουργήσει αρνητική δυναμική γύρω από την οικονομία», προειδοποίησε ο Ντάισον. Και χειρότερα, εάν το εκλογικό αποτέλεσμα αμφισβητηθεί από τον ηττημένο, με ισχυρισμούς για εκλογική νοθεία, η εμπιστοσύνη στην οικονομία θα επιδεινωθεί δραματικά, προέβλεψε.
Υπενθυμίζεται πως ο Κιλιτσντάρογλου και ο αντιπολιτευόμενος συνασπισμός του προτείνουν μια πολύ διαφορετική οικονομική πορεία προς τα εμπρός. Ωστόσο, όπως εκτιμά στους New York Times ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Μπέρκλεϊ, Τσιχάν Τουγκάλ, η οξεία κριτική της αντιπολίτευσης στα μεγαλεπήβολα -και ανέφικτα- οικονομικά σχέδια του AKP του Ερντογάν δεν συνοδεύεται από αξιόπιστες εναλλακτικές προτάσεις.
«Είναι σημαντικό για τους επενδυτές η (σημερινή) αντιπολίτευση να θέλει να επιστρέψει σε ένα ορθόδοξο νομισματικό σύστημα έναντι της ετερόδοξης χάραξης πολιτικής της υφιστάμενης κυβέρνησης», σημείωσαν οι αναλυτές της Goldman Sachs σε σημείωμα την περασμένη Πέμπτη.
Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις «δεν θα πρέπει να περιμένουμε θαύματα από τη μια μέρα στην άλλη, καθώς οι προσπάθειες να τιθασευτεί ο πληθωρισμός με υψηλότερα επιτόκια θα προκαλούσαν πιθανώς συναλλαγματικές κρίσεις βραχυπρόθεσμα», προειδοποίησε ο Χακάν Ακμπάς, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας συμβούλων Strategic Advisory Services, που εδρεύει μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ουάσινγκτον. «Ωστόσο», πρόσθεσε, «μια νέα πολιτική ηγεσία με μια αξιόπιστη, ικανή ομάδα οικονομίας θα έχει περισσότερη υποστήριξη και υπομονή από τους επενδυτές».
Οι σχέσεις με τη Δύση
Πηγαίνοντας από το οικονομικό πεδίο στο γεωπολιτικό, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952, σήμα κατατεθέν του Ερντογάν τα τελευταία χρόνια ήταν η διαμάχη με τους δυτικούς ομολόγους του, η κριτική τους στο εσωτερικό και η ενίσχυση των δεσμών με τη Ρωσία. Η συχνή αντιδυτική ρητορική του και το συνεχιζόμενη βέτο στην προσπάθεια της Σουηδίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ ενίσχυσαν τις εντάσεις με τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς ηγέτες -κάτι που ο Κιλιτσντάρογλου υπόσχεται να αντιστρέψει.
Η επανεκλογή Ερντογάν θα σημάνει ότι σε έναν «πολυπολικό» κόσμο η Τουρκία θα επιχειρήσει να είναι ένας από τους ισχυρούς πόλους του 21ου αιώνα, επιδιώκοντας να γίνει μέρος των BRICS, ενώ ταυτόχρονα «ερωτοτροπεί» και με τους «Πέντε της Σαγκάης».
Από την άλλη πλευρά, ο Κιλιτσντάρογλου σε συνέντευξή του στη Wall Street Journal πριν από μερικές ημέρες τόνισε: «Η Τουρκία είναι μέλος της δυτικής συμμαχίας και το ΝΑΤΟ και ο Πούτιν το γνωρίζουν καλά. Η Τουρκία πρέπει να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ».
Ο Κιλιτσντάρογλου «θέλει επίσης να δώσει προτεραιότητα στις στενές οικονομικές σχέσεις με την Ευρώπη, ενώ η τρέχουσα αδέσμευτη πολιτική της υφιστάμενης κυβέρνησης πιθανότατα θα συνεχιστεί», εκτιμά η Goldman Sachs.
Πάντως, η αιχμή του δόρατος των διαπραγματεύσεων για τη Συμφωνία Σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ, η οποία βοήθησε να διασφαλιστεί ότι οι ζωτικής σημασίας εξαγωγές τροφίμων της Ουκρανίας φτάνουν σε χώρες που τις χρειάζονται, είναι πιθανό να συνεχιστεί, ανεξάρτητα από το ποιος θα αναλάβει την εξουσία. Οι αναλυτές εκτιμούν επίσης ότι εάν κερδίσει ο Ερντογάν, θα συναινέσει τελικά στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και θα συνεχίσει να προσπαθεί να μεσολαβήσει μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας.
Αλλά η δύναμη του εθνικισμού και η δημοτικότητα του Ερντογάν στην Τουρκία σημαίνουν ότι «ακόμα και αν χάσει, η εθνικιστική του παρουσία και η πολιτική επιρροή του δεν θα έχουν εκλείψει», δήλωσε στο CNBC ο Χουσεΐν Ίμπις, ανώτερος επιστήμονας στο Ινστιτούτο των Αραβικών Κρατών του Κόλπου στην Ουάσινγκτον. Την ίδια άποψη φαίνεται πως συμμερίζεται και ο Τσιχάν Τουγκάλ, ο οποίος τονίζει πως «ακόμη και μία νίκη της αντιπολίτευσης δεν πρόκειται να δώσει τέλος στη διχαστική ρητορική του AKP. Η ακροδεξιά ρητορική μπορεί πάντα να έχει καταστροφικές συνέπειες για την κουρδική μειονότητα, τα δικαιώματα των γυναικών και των ομοφυλοφίλων».
Οι σχέσεις με την Ελλάδα
Όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές θέσεις, οι περισσότεροι αναλυτές, συμπεριλαμβανομένου του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας στον Πρωθυπουργό, Θάνου Ντόκου, εκτιμούν πως η Τουρκία μπορεί να αλλάξει ύφος, αλλά όχι στρατηγική.
Ειδικότερα, όπως δήλωσε ο κ. Ντόκος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή», «δεν φαίνεται, δυστυχώς, ιδιαίτερα πιθανό να υπάρξει αλλαγή στρατηγικής, ακόμη και αν στις τουρκικές εκλογές επικρατήσει η αντιπολίτευση».
«Είναι πάγιο το ελληνικό ενδιαφέρον για τη μείωση της έντασης, καθώς και για την υλοποίηση μιας “θετικής ατζέντας”, που θα περιλαμβάνει συνεργασία π.χ. στην οικονομία, στο περιβάλλον, στον πολιτισμό και στην κλιματική κρίση. Εφόσον η Τουρκία αποδεχθεί ότι οι διακρατικές διαφορές επιλύονται με βάση το διεθνές δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας, θα μπορούσαμε κάποια στιγμή στο μέλλον να προσφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Ασφαλώς η σημερινή κυβέρνηση -και, θεωρώ, καμία ελληνική κυβέρνηση- δεν πρόκειται να διαπραγματευθεί ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και η ελληνική κυριαρχία επί νήσων, νησίδων και βραχονησίδων», κατέληξε.