THEPOWERGAME
Στην τελική ευθεία προς τις εκλογές βρίσκεται η Τουρκία, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν τους δύο βασικούς υποψηφίους, τον νυν πρόεδρο Ερντογάν και τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, σε απόσταση αναπνοής. Έπειτα από 20 χρόνια στην εξουσία, ο Ερντογάν κινδυνεύει για πρώτη φορά να ηττηθεί, με τις δημοσκοπήσεις μάλιστα να τον δείχνουν, μέχρι προσφάτως, πίσω από τον αντίπαλό του. «Πώς θα διαχειριστεί λοιπόν ο Ερντογάν μία ενδεχόμενη ήττα στις εκλογές;», διερωτάται η Süddeutsche Zeitung.
«Υπάρχουν μερικές ενδείξεις που ίσως δίνουν την απάντηση: την άνοιξη του 2015, για παράδειγμα, παρ’ ότι ο πρόεδρος δεν ηττήθηκε προσωπικά, το κόμμα του, το ΑΚΡ, απέτυχε για πρώτη φορά να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές. Ο τότε πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου προσπάθησε να σχηματίσει συνασπισμό, όμως ο Ερντογάν σαφώς και απέρριψε αυτήν την ιδέα, επιλέγοντας να οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές το φθινόπωρο. Ενδιάμεσα, ξεκίνησε πόλεμο στο κουρδικό νοτιοανατολικό τμήμα και ο λαός συσπειρώθηκε πίσω από τον Ερντογάν για άλλη μια φορά στις νέες εκλογές.
Η διεξαγωγή νέας εκλογικής αναμέτρησης ήταν η απάντηση του Τούρκου προέδρου και όταν το ΑΚΡ έχασε το σημαντικό δημαρχείο της Κωνσταντινούπολης στις τοπικές εκλογές του 2019. Η εκλογική αρχή συμμορφώθηκε με το προεδρικό μέγαρο και ακύρωσε τη νίκη του υποψηφίου της αντιπολίτευσης, Εκρέμ Ιμάμογλου. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, όμως, επέμεινε, εκλέγοντας για δεύτερη φορά τον Ιμάμογλου και δη με ακόμη μεγαλύτερη πλειοψηφία. Ο Ερντογάν δεν μπορούσε πλέον να κάνει τίποτα γι’ αυτό, πέρα από το να καταδικάσει πέρυσι τον Ιμάμογλου σε πολιτική δίκη, με ποινή την απαγόρευση της ενασχόλησης με την πολιτική».
Ωστόσο, η εφημερίδα του Μονάχου επισημαίνει πως οι εκλογές της 14ης Μαΐου είναι διαφορετικές: «Αυτή τη φορά, η ήττα θα αφορά τον Τούρκο πρόεδρο προσωπικά. Οι δημόσιοι ή δικαστικοί υπάλληλοι θα γνώριζαν πως σύντομα θα υπήρχε άλλος πρόεδρος, οπότε θα μπορούσαν να αντισταθούν στη βούληση του Ερντογάν, δίχως να φοβούνται την εκδίκηση του παλατιού».
Πηγή: Deutsche Welle