THEPOWERGAME
Η Κίνα ενισχύει το αποτύπωμά της στην Ανταρκτική για πρώτη φορά από το 2018. Δορυφορικές φωτογραφίες στις οποίες απέκτησε πρόσβαση η δεξαμενή σκέψης της Ουάσινγκτον Center for Strategic and International Studies (CSIS) δείχνουν ότι ξεκινά εκ νέου την κατασκευή ενός πέμπτου σταθμού της στο Νότιο Πόλο, που θα της επιτρέψει αυτή τη φορά να αποκτήσει πρόσβαση αυξημένης δορυφορικής παρακολούθησης στη γεωστρατηγική της γειτονιά, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Μάλιστα παρότι η Ανταρκτική είναι αποστρατικοποιημένη και η διεθνής παρουσία έχει ερευνητικό χαρακτήρα, η κινεζική πολιτική σκέψη δείχνει πως θεωρεί την ανάπτυξη του πολιτικού προγράμματος συνυφασμένη με την παροχή πληροφορίας για τις στρατιωτικές της ανάγκες. Σε αντίθεση δε με την Αρκτική, όπου ο γεωστρατηγικός έλεγχος διέπεται από το λεγόμενο Αρκτικό Συμβούλιο (μέλος του οποίου δεν είναι η Κίνα) και όπου η ισορροπία των δυνάμεων έχει διαταραχθεί λόγω του ρωσικού πολέμου στην Ουκρανία, η Ανταρκτική δείχνει να αποτελεί, σύμφωνα με τους αναλυτές της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης, πιο παρθένο έδαφος για επιστημονική και γεωστρατηγική επέκταση.
Ο νέος υπό ανέγερση σταθμός βρίσκεται στο Ανείπωτο Νησί (Inexpressible Island) κοντά στην Θάλασσα Ρος και εκτιμάται πως θα περιλαμβάνει ένα παρατηρητήριο με επίγειο δορυφορικό σταθμό και βρίσκεται σε μία περιοχή που δεν καλύπτουν ήδη οι άλλοι τέσσερις σταθμοί που διαθέτει ήδη το Πεκίνο στο Νότιο Πόλο.
Όπως δείχνουν ο δορυφορικές φωτογραφίες, οι οποίες τραβήχθηκαν τον Ιανουάριο, υπάρχουν νέες βοηθητικές εγκαταστάσεις, προσωρινά κτίρια, ένα ελικοδρόμιο, και τα θεμέλια για έναν σταθμό έκτασης περίπου 5.000 τετραγωνικών μέτρων. Οι ερευνητές υπολογίζουν πως η κατασκευή θα μπορούσε να ολοκληρωθεί το 2024.
«Την ώρα που ο σταθμός μπορεί να προσφέρει δυνατότητες εντοπισμού και επικοινωνιών για τον αυξανόμενο στόλο των δορυφόρων επιστημονικής παρατήρησης των Πόλων, που διαθέτει η Κίνα, ο εξοπλισμός μπορεί παράλληλα να χρησιμοποιηθεί για την υποκλοπή των τηλεπικοινωνιών τρίτων χωρών« εκτιμά το CSIS.
Συγκεκριμένα, εκτός από σήματα πληροφοριών από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία (που βρίσκονται στη Σύμβαση Aukus με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία), ο σταθμός μπορεί να συλλέγει και δεδομένα τηλεμετρίας από τους πυραύλους που εκτοξεύονται από το διαστημικό κέντρο Άρνχεμ της Αυστραλίας. Όταν ολοκληρωθεί, ο σταθμός αναμένεται να προσφέρει επίσης μία αποβάθρα για τα παγοθραυστικά Xuelong του Πεκίνου.
Από την άλλη πλευρά, ο σταθμός βρίσκεται περί τα 320 χιλιόμετρα από τον σταθμό McMurdo που διατηρούν οι ΗΠΑ στην Ανταρκτική.
Σε περσινή έκθεσή του, το Αμερικανικό Πεντάγωνο εκτιμά πως οι νέες υποδομές της Κίνας στην Ανταρκτική αποσκοπούν στο να τις προσφέρουν μελλοντικά ερείσματα για τους φυσικούς πόρους της ηπείρου και την από θαλάσσης πρόσβαση σε αυτήν, καθώς και να ενισχύσουν τις δυνατότητες του κινεζικού Στρατού.
Ο κινεζικός στρατός και η βάση στην Αρκτική, κοντά στη Σουηδία
Όσον αφορά τον τελευταίο, το καλύτερο παράδειγμα γεωστρατηγικής ανησυχίας θα μπορούσε να δώσει η περίπτωση του πρώτου δορυφορικού επίγειου σταθμού εκτός συνόρων που διατηρούσε η Κίνα από το 2016 στο σουηδικό διαστημικό κέντρο Esrange, που βρίσκεται εντός του Αρκτικού Κύκλου, βόρεια της Σουηδίας. Το 2020, η Σουηδική Διαστημική Υπηρεσία (SSC), η οποία διαχειρίζεται το κέντρο, αποφάσισε να μην ανανεώσει το συμβόλαιο με την Κίνα, ανησυχώντας πως ο σταθμός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη συλλογή στρατιωτικών πληροφοριών και για παρακολούθηση. Το 2019, το Αμερικανικό Πεντάγωνο εξέφρασε παρόμοιες ανησυχίες. Η στρατηγική για την Αρκτική της διοίκησης Μπάιντεν, το 2022, επαναβεβαίωσε πως η Κίνα έχει χρησιμοποιήσει τα επιστημονικά της εγχειρήματα «για να διεξαγάγει διπλής χρήσης έρευνα με εφαρμογές στη συλλογή πληροφοριών ή τον στρατό».
Αλλά και η τελευταία έκδοση (του 2020) της Επιστήμης της Στρατιωτικής Στρατηγικής -ενός εγχειριδίου με ιδιαίτερη επιρροή που εκδίδεται από το Πανεπιστήμιο Εθνικής Άμυνας της Κίνας- αναφέρει ρητά πως «η ανάμειξη του στρατιωτικού με το πολιτικό είναι ο βασικός τρόπος για τις μεγάλες δυνάμεις ώστε να επιτύχουν στρατιωτική παρουσία στους Πόλους». Ειδικοί εκτιμούν πως η διπλή φύση της κινεζικής αρκτικής παρουσίας αποτελεί μέρος μίας ευρύτερης στρατηγικής «ανάμειξης στρατιωτικού με το πολιτικό» (MCF), σύμφωνα με ανάλυση του Ινστιτούτου Αεροδιαστημικών Μελετών της Κίνας, με έδρα στις ΗΠΑ, και τη σημασία της οποίας έχει αναδείξει ιδιαίτερα η διακυβέρνηση του Σι Τζινπίνγκ.