THEPOWERGAME
Κινείται η… τράπουλα στη γερμανική πολιτική ζωή, με την αντιπολίτευση να ετοιμάζεται μετά το (Καθολικό) Πάσχα, που είναι αυτό το Σαββατοκύριακο, να συγκαλέσει εξεταστική επιτροπή στην Μπούντεσταγκ, βάζοντας στο επίκεντρο τον ίδιο τον καγκελάριο, Όλαφ Σολτς, και ξανανοίγοντας τον παλιό φάκελο της υπόθεσης «Cum-Ex» ή «φορολογικής υπόθεσης Σολτς-Warburg». Δηλαδή μιας τράπεζας στο Αμβούργο, της Warburg, που φέρεται να προχωρούσε σε απόδοση αμφισβητούμενων μερισμάτων σε μετόχους της και για την οποία ο Σολτς, τότε (δηλαδή το 2016-17) δήμαρχος Αμβούργου, θεωρείται πιθανό να μεσολάβησε ώστε να παρέλθει η ημερομηνία καταβολής της αποζημίωσης. Η αφορμή πιθανώς είναι η νέα υπόθεση συναλλαγών τύπου «Cum-Cum» (τύπου αρμπιτράζ για μερίσματα), την οποία ερευνούν αυτό το διάστημα οι Αρχές σε Γαλλία και Γερμανία.
Τελικά η τράπεζα κατέβαλε την αποζημίωση των 47 εκατ. ευρώ, και ενώ το σκάνδαλο έριχνε τη σκιά του στην προεκλογική εκστρατεία των Σοσιαλδημοκρατών το 2021, δεν είχε ιδιαίτερο αντίκτυπο για τον ίδιο. (Το ίδιο διάστημα, μάλιστα, ο καγκελάριος δεχόταν σφοδρή κριτική και για το πιο πρόσφατο σκάνδαλο δισεκατομμυρίων ευρώ της γερμανικής εταιρείας χρηματοπιστωτικής τεχνολογίας Wirecard, όταν εκείνος ήταν υπουργός Οικονομικών το 2020). Για την υπόθεση της Warburg ο Σολτς έχει ήδη καταθέσει δύο φορές στο πολιτειακό κοινοβούλιο του Αμβούργου, χωρίς να αποδειχθεί η εμπλοκή του, όμως τώρα τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν. Αφενός το κοινοβούλιο του Αμβούργου σχεδιάζει να καλέσει και πάλι (για τρίτη φορά) τον Σολτς μέσα στην άνοιξη, στην επιτροπή που διερευνά την υπόθεση Warburg. Αφετέρου η Χριστιανοδημοκρατική/Χριστιανοκοινωνική αντιπολίτευση (κόμματα CDU/CSU) θέλει επίσης να προχωρήσει σε σύσταση εξεταστικής επιτροπής σε ομοσπονδιακό επίπεδο, στην Μπούντεσταγκ.
Ο Γερμανός καγκελάριος είχε στο παρελθόν μπει στο μικροσκόπιο, επειδή στο διάστημα της δημαρχίας του στο Αμβούργο είχε συναντηθεί τρεις φορές κατ’ ιδίαν με έναν από τους ιδιοκτήτες της τράπεζας M.M. Warburg & Co., ενώ αυτή βρισκόταν ήδη υπό διερεύνηση από τη φορολογική Αρχή του Αμβούργου. Ο καγκελάριος αρνείται ότι, κατόπιν των συναντήσεων, μεσολάβησε ώστε να αφήσει η οικεία οικονομική Αρχή να παρέλθει η προσθεσμία για την απόδοση της αποζημίωσης, ενώ υποστηρίζει πως δεν θυμάται τι είχε συζητηθεί στις κατ’ ιδίαν επικοινωνίες με το τραπεζικό στέλεχος.
Όμως αυτή η υπερασπιστική γραμμή τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση, καθώς σε παλιότερη κατάθεσή του σε επιτροπή της Μπούντεσταγκ, τον Ιούλιο του 2020, αποδεικνύεται πως θυμόταν λεπτομέρειες από τις συναντήσεις. «Αυτό το κενό μνήμης του καγκελάριου μετά την αρχική ανάκληση της συνάντησης… εγείρει πολλές ερωτήσεις που πρέπει να διευκρινιστούν», αναφέρουν σε σχετική επιστολή (που βρίσκεται στη διάθεση του Politico), προς την κοινοβουλευτική τους ομάδα, οι επικεφαλής των CDU/CSU στη Μπούντεσταγκ, Φρίντριχ Μερτς και Αλεξάντερ Ντόμπριντ. Η υπόθεση, επισημαίνουν, πρέπει να διερευνηθεί ως σημαντική για τη γερμανική εθνική πολιτική σκηνή, ενώ ο αναπληρωτής της κοινοβουλευτικής ομάδας του CDU, Ματίας Μίντελμπεργκ, προανήγγειλε πως το σχετικό αίτημα θα κατατεθεί κατά την πρώτη εβδομάδα επιστροφής στα έδρανα του κοινοβουλίου μετά τη διακοπή για το Πάσχα.
Άλλα ερωτήματα που έχουν τεθεί στο παρελθόν -κατά την Deutsche Welle- είναι, μεταξύ άλλων: ποια ήταν η εμπλοκή του Σοσιαλδημοκράτη πρώην βουλευτή και συνεργάτη του Όλαφ Σολτς, Γιοχάνες Καρς, σε θυρίδα του οποίου εντοπίστηκε υπέρογκο ποσό αμφιβόλου προέλευσης; Μήπως αυτός ήταν που διαμεσολάβησε μεταξύ του Σολτς και της τράπεζας του Αμβούργου; Καθώς και αν διεγράφη ή όχι η «επίμαχη» ηλεκτρονική αλληλογραφία του νυν καγκελάριου.
Από πλευράς του, εκπρόσωπος της κυβέρνησης ανέφερε πως δεν σχολιάζει από σεβασμό προς το κοινοβουλευτικό σώμα, ενώ η Κάτια Μαστ του κόμματος των Σοσιαλδημοκρατών κατηγορεί την αντιπολίτευση πως απλώς επαναφέρει κατηγορίες που έχουν διαψευστεί. Η αξιωματική αντιπολίτευση φέρεται να έχει συγκεντρώσει αρκετές υπογραφές για την εξεταστική, ενώ το Αριστερό Κόμμα επίσης δήλωσε πως θα υποστηρίξει ένα τέτοιο αίτημα. Αναμφίβολα, οι πολιτικές συνέπειες μιας εξεταστικής θα είναι υπολογίσιμες, ακόμη και αν τίποτε δεν αποδειχθεί (άλλωστε, τα ευρήματά της θα είναι μη δεσμευτικά).