THEPOWERGAME
Στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι «πρωταγωνιστές» ήταν περίπλοκα επενδυτικά προϊόντα, τραπεζικοί κολοσσοί που εάν κατέρρεαν θα παράσερναν στην άβυσσο όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα και ένα χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο είχε τροφοδοτήσει τακτικές επιπόλαιου δανεισμού.
Η κρίση εμπιστοσύνης από τις 10 Μαρτίου και έπειτα προκλήθηκε λόγω της ανασφάλειας για την ευρωστία των τραπεζικών χαρτοφυλακίων ύστερα από τη μεγάλη πτώση των τιμών στα κρατικά ομόλογα και τις ανασφάλιστες καταθέσεις των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ. Πρόκειται για έναν τεράστιο όγκο ανασφάλιστων καταθέσεων, οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ το πλαφόν των 250.000 δολαρίων που καλύπτει η ομοσπονδιακή υπηρεσία εγγύησης καταθέσεων (FDIC).
Η Silicon Valley Bank (SVB) δεν πειραματίζονταν με ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα. Είχε αναπτύξει μια μεγάλη βάση καταθέσεων, τις οποίες επένδυε σε ομόλογα των ΗΠΑ και τιτλοποιημένα δάνεια με εγγυήσεις του αμερικανικού δημοσίου. Αλλά η αναγγελία απωλειών 1,8 δισ. δολαρίων από το χαρτοφυλάκιο χρεογράφων της μητρικής SVB Financial Group στις 8 Μαρτίου και τα σχέδια της SVB να αντλήσει 2 δισ. δολάρια προκάλεσαν πτώση της μετοχής κατά 60% την επόμενη ημέρα και απόπειρες από τους καταθέτες να αποσύρουν 42 δισ. δολάρια.
Αυτόματα η ρευστότητα της τράπεζας ήταν αρνητική κατά 1 δισ. δολάρια, με αποτέλεσμα η SVB να περνά στη διαχείριση της FDIC στις 10 Μαρτίου. Στις 12 Μαρτίου ακολούθησε η κατάρρευση της Signature Bank. Η τράπεζα με έδρα το Σαν Φρανσίσκο έχασε μέσα σε μια ημέρα το 20% των καταθέσεών της, οι οποίες κυμαίνονταν στα 88,59 δισ. δολάρια τέλη του 2022, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της.
Η μητρική της SVB, η SVB Financial Group υπέβαλε αίτηση προστασίας από τους πιστωτές της στα τέλη της περασμένης εβδομάδας. Και αυτήν την εβδομάδα επιρρίπτει ευθύνες στις αμερικανικές αρχές για τη στέρηση 2 δισ. δολαρίων από την SVB, μια τράπεζα που είχε ενεργητικό 213 δισ. δολαρίων.
Αν και η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν εγγυήθηκε όλο το ύψος των καταθέσεων για τους πελάτες των SVB και Signature Bank, η αβεβαιότητα επεκτάθηκε σε όλες τις τραπεζικές μετοχές, με κύριο αποδέκτη την First Republic Bank. Έως και τις 20 Μαρτίου, η μετοχή της First Republic είχε χάσει το 80% της αξίας της μαζί με καταθέσεις 70 δισ. δολαρίων, δηλαδή σχεδόν το ήμισυ των 176 δισ. δολαρίων που είχαν δηλωθεί πρόσφατα. Και όλα αυτά παρά την ένεση ρευστού 30 δισ. δολαρίων που έλαβε από τις 11 ισχυρότερες τράπεζες της Wall Street την περασμένη Πέμπτη. Σε αυτή τη φάση, η First Republic έχει ζητήσει τις υπηρεσίες της επενδυτικής τράπεζας Lazard για να διερευνήσει τις επιλογές της.
Μια εύρωστη πελατεία που τράπηκε σε φυγή
Και οι τρεις τράπεζες εξυπηρετούσαν μια εύρωστη πελατεία, από τις start ups της Σίλικον Βάλεϊ και τα κεφάλαια των επενδυτών σε cryptos μέχρι τα ισχυρά στελέχη των τεχνολογικών ομίλων στις ΗΠΑ. Περίπου το 70% των καταθέσεων της First Republic είναι ανασφάλιστες, δηλαδή υπερβαίνουν τα 250.000 δολάρια που εγγυάται η FDIC. Είναι ένα αρκετά υψηλότερο ποσοστό από το 55% που είναι ο μέσος όρος για τις τράπεζες μεσαίου μεγέθους των ΗΠΑ.
Από τις συνολικές καταθέσεις της SVB, ύψους 173 δισ. δολαρίων, οι ανασφάλιστες είχαν φθάσει στο 94% και της Signature Bank στο 90%, σύμφωνα με την S&P Global Market Intelligence. Παραδόξως, οι μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ βρίσκονται σε ισχυρότερη θέση λόγω του υψηλότερου ποσοστού σε ασφαλισμένες καταθέσεις. Παραδείγματος χάριν, οι ανασφάλιστες καταθέσεις των Bank of America και Goldman Sachs υπολογίζονται στο 33% του συνόλου.
Αυτή η πτυχή της τραπεζικής κρίσης στις ΗΠΑ, η οποία οδήγησε επίσης στη βεβιασμένη εξαγορά της Credit Suisse από την UBS στην Ελβετία, είναι και η πιο ανησυχητική. Υπενθυμίζει πως εάν κλονιστεί η εμπιστοσύνη τότε μια υγιής τράπεζα μπορεί αυτόματα να οδηγηθεί στη χρεοκοπία. Αλλά η κατάρρευση των SVB και Signature Bank δεν είναι πρωτόγνωρα φαινόμενα. Υπερβολική εξάρτηση στις ανασφάλιστες καταθέσεις είχε η Continental Illinois πριν καταρρεύσει το 1984, όπως επίσης η Bank of New England πριν βάλει λουκέτο το 1991, επισημαίνουν οι ειδήμονες στη Wall Street Journal.