THEPOWERGAME
Ήταν 5 Ιουλίου του 1956, όταν ο Ελβετός φιλελεύθερος πολιτικός και πρωτοπόρος επιχειρηματίας Άλφρεντ Έσερ ίδρυσε το τότε Schweizerische Kreditanstalt (Ελβετικό Πιστωτικό Ιδρυμα) SKA στη Ζυρίχη, με σκοπό να χρηματοδοτήσει την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου και να προωθήσει την ελβετική εκβιομηχάνιση. Εκατόν εξήντα επτά χρόνια αργότερα, το όραμά του έχει εξελιχθεί σε έναν χρηματοπιστωτικό κολοσσό που γιγαντώθηκε σε βάθος χρόνων, αλλά και έχασε την αξιοπιστία του πληττόμενος από μία σειρά κρίσεων και σκανδάλων. Όπως μάλιστα το είπε ο Φραντσέσκο Μανακόρντα, αρχισυντάκτης του οικονομικού ρεπορτάζ της La Repubblica, φαίνεται σα να τη βαραίνει μία «κατάρα» ή θα έλεγε κανείς, αυτοεκπληρούμενη προφητεία αφού, προσελκύοντας πελάτες με σκοτεινό παρελθόν, κατέστησε εαυτόν «κακό παιδί» του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, ευρισκόμενη εκτεθειμένη σε όλα τα μεγάλα χρηματοοικονομικά σκάνδαλα των τελευταίων χρόνων.
Συνολικά από το 2001 μέχρι σήμερα, της έχουν επιβληθεί πρόστιμα από τις αμερικανικές αρχές τουλάχιστον 47 φορές, και έχει καταβάλλει ποσά που ανέρχονται σε 10,7 δισ. δολάρια, μεταξύ άλλων για φοροδιαφυγή και για απάτη με ομόλογα sub-prime. Της έχουν επίσης επιβληθεί τουλάχιστον έξι πρόστιμα από τη βρετανική δικαιοσύνη, από το 2010 και έπειτα, και έχει καταβάλλει περισσότερα από 300 εκατ. λίρες Αγγλίας.
Όλα αυτά ήταν όμως ακόμη μακριά εν έτει 1870, τότε που η ελβετική SKA επεκτείνεται και ανοίγει το πρώτο ξένο γραφείο αντιπροσωπείας στη Νέα Υόρκη. Επτά χρόνια αργότερα, μετακομίζει σε νέα έδρα στην Παράντεπλατς της Ζυρίχης και τρείς δεκαετίες αργότερα, ανοίγει το πρώτο της υποκατάστημα στη Βασιλεία.
Το 1939, η SKA δημιουργεί την Swiss American Corporation στη Νέα Υόρκη, προκειμένου να επικεντρωθεί στις επενδύσεις. Εν έτει 1962, εξαγοράζει την White, Weld and Co. AG στη Ζυρίχη από την αμερικανική επενδυτική τράπεζα White Weld και τη μετονομάζει σε Clariden Finanz AG και το 1964 παίρνει άδεια ως τράπεζα πλήρους εξυπηρέτησης στη Νέα Υόρκη.
Γιγάντωση της SKA σε CS Holding και Credit Suisse Group αλλά και αποκαλύψεις σκανδάλων
Το 1977, το σκάνδαλο ξεπλύματος βρώμικου χρήματος στην υπόθεση Chiasso κλονίζει την τράπεζα, αλλά και ωθεί τη μετάβασή της σε διεθνή χρηματοοικονομικό όμιλο. Το σκάνδαλο ξέσπασε όταν οκτώ Ιταλοί συνελήφθησαν για απόπειρα εξαπάτησης διαφόρων ελβετικών τραπεζών χρησιμοποιώντας πλαστά ομόλογα ως εγγύηση για δάνεια, ενώ κατηγορήθηκαν και για πλαστογραφία πιστωτικών καρτών.
Το 1982, η SKA εισέρχεται στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ιδρύεται η CS Holding, ως αδελφή εταιρεία, για να διασφαλίσει μερίδια σε βιομηχανικές εταιρείες. Το 1988, η CS Holding αποκτά μερίδιο 45% στην αμερικανική First Boston, την πρώτη δημόσια επενδυτική τράπεζα στις ΗΠΑ από το 1934, στα πλαίσια συμφωνίας διάσωσης και την μετονομάζει σε CS First Boston. Το 1989, η CS Holding γίνεται η μητρική εταιρεία του ομίλου SKA.
Έναν χρόνο αργότερα, ο όμιλος αποκτά μερίδιο ελέγχου στην CS First Boston και αγοράζει την Bank Leu, μια ελβετική ιδιωτική τράπεζα. Το 1993, ο όμιλος εξαγοράζει τη Volksbank, τέταρτη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας, και ένα χρόνο αργότερα τη Neue Aargauer Bank.
Το 1995, δικαστήριο της Ζυρίχης διατάζει ελβετικές τράπεζες, μεταξύ αυτών και την Credit Suisse, να επιστρέψουν στις Φιλιππίνες τις καταθέσεις που είχε κάνει ο πρώην δικτάτορας Φερντινάντο Μάρκος και η σύζυγός του Ιμέλντα, κλέβοντας συνολικά περί τα 5-10 δισ. δολάρια από το λαό της χώρας. Αποκαλύφθηκε ότι το 1986 το ζεύγος είχε ανοίξει λογαριασμούς με τα ψεύτικα ονόματα «Γουίλιαμ Σόντερς» και «Τζέιν Ράιαν».
Στα πλαίσια αναδιάρθρωσης το 1997, η CS Holding μετονομάζεται σε Credit Suisse Group και αφαιρείται το όνομα SKA. Η Credit Suisse Group αποκτά ως στρατηγικό εταίρο, την ασφαλιστική Winterthur. Το ’99 ο όμιλος ελέγχει την εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Warburg, Pincus & Co., ακολουθούμενη από την Wall Street Donaldson, Lufkin & Jenrette (DLJ), το 2000.
Το 2000, η Ομοσπονδιακή Τραπεζική Επιτροπή της Ελβετίας επιπλήττει την Credit Suisse επειδή αποδέχθηκε καταθέσεις ύψους 214 εκατ. δολαρίων από το Νιγηριανό δικτάτορα Σάνι Αμπάτσα τη δεκαετία του 1990.
Το 2002, στα πλαίσια νέας αναδιάρθρωσης, δημιουργούνται οι Credit Suisse Financial Services και η Credit Suisse First Boston (CSFB) και το 2004 αναπτύσσεται ένα τρίτο σκέλος, η Winterthur. Το 2004, Credit Suisse και η CSFB συγχωνεύονται και σταματούν να χρησιμοποιούν την επωνυμία Credit Suisse First Boston.
Την ίδια χρονιά, συλλαμβάνεται τραπεζίτης της Credit Suisse με την κατηγορία ότι βοήθησε στο ξέπλυμα τουλάχιστον 5 δισ. γεν που συνδέονται με την ιαπωνική εγκληματική οργάνωση Γιακούζα, ωστόσο αθωώνεται.
Τη διετία 2006-7, ο όμιλος αποφασίζει να εκχωρήσει τη Winterthur στη γαλλική ασφαλιστική AXA. Το 2007, ο πρόεδρος της Clariden, Άλεξ Χόφμαν και ο όμιλος Credit Suisse Group ιδρύουν την Clariden Leu, μια ελβετική ιδιωτική τράπεζα με έδρα τη Ζυρίχη και τη Γενεύη.
Επιβιώνει της οικονομικής κρίσης του 2008, αλλά αρχίζουν να την βαραίνουν τα σκάνδαλα
Σε αντίθεση με την ανταγωνιστική της UBS, η Credit Suisse επιβιώνει χωρίς διάσωση από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση των ετών 2007-2008.
Το 2009, στην Credit Suisse επιβάλλεται πρόστιμο 536 εκατ. δολαρίων για παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων κατά χωρών όπως το Ιράν και το Σουδάν, το διάστημα 1995-2007.
Το 2012 απορροφά την Clariden Leu και συγχωνεύει σε ένα τμήμα την ιδιωτική τραπεζική και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.
Το 2013, ο όμιλος κάνει άνοιγμα, εξαγοράζοντας το σκέλος διαχείρισης περιουσίας της Morgan Stanley στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, έναντι 13 δισ. δολαρίων. Ο διευθύνων σύμβουλος Τιτζάνε Τίαμ, με καταγωγή από την Ακτή του Ελεφαντοστού, που αναλαμβάνει το 2015, προχωρά σε νέα αναδιάρθρωση της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας της Ελβετίας ώστε να την επαναφέρει στην κερδοφορία, ενισχύοντας τον τομέα της διαχείριση πλούτου και περιορίζοντας την επενδυτική τραπεζική.
Το 2016, η Credit Suisse καταλήγει σε διακανονισμό ύψους 109,5 εκατ. ευρώ με την ιταλική κυβέρνηση σχετικά με τις κατηγορίες ότι βοήθησε πελάτες της να αποφύγουν φόρους μέσω πολύπλοκων ασφαλιστικών συμβολαίων, από τις θυγατρικές της στο Λιχτενστάιν και τις Βερμούδες.
To 2017 καταδικάζεται σε πρόστιμο 500 εκατ. δολαρίων για την εμπλοκή της στο αποκαλούμενο «σκάνδαλο του τόνου», στην Μοζαμβίκη, όταν χορήγησε δάνεια ένα δισ. δολαρίων σε δύο κρατικές εταιρείες για την ανάπτυξη της αλιείας στη χώρα, αλλά τα χρήματα κατέληξαν σε διεφθαρμένους κρατικούς αξιωματούχους.
Το 2018, ο πρώην τραπεζίτης της Credit Suisse, Πατρίς Λεκοντρόν, καταδικάζεται σε πέντε χρόνια φυλάκισης αφού παραδέχθηκε ότι πλαστογράφησε υπογραφές πελατών, μεταξύ αυτών και ο πρώην πρωθυπουργός της Γεωργίας Μπιτζίνα Ιβανισβίλι, για να στοιχηματίσει σε μετοχές εν αγνοία τους, προκαλώντας ζημίες άνω των 150 εκατ. δολαρίων.
Το 2020, ο Τίαμ οδηγείται σε παραίτηση, μετά τις αποκαλύψεις για ένα σκάνδαλο εσωτερικών παρακολουθήσεων. Συγκεκριμένα ο πρώην επικεφαλής του Wealth Management τον κατηγόρησε πως τον παρακολουθούσε και, ενώ η εσωτερική έρευνα απαλλάσει τον Τίαμ, ενοχοποιώντας τον γενικό διευθυντή επιχειρήσεων, τελικά αποχωρεί.
Greensill Capital και Archegos
Στις αρχές του 2021, «σκάνε στα χέρια» της ελβετικής τράπεζας τα διπλά σκάνδαλα της κατάρρευσης της βρετανικής Greensill Capital και του αμερικανικού επενδυτικού ταμείου Archegos Capital Management, το οποίο χρεοκόπησε τον Μάρτιο, επιβαρύνοντας την Credit Suisse με ζημία 5,5 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων. Τον ίδιο μήνα, η Credit Suisse κλήθηκε να παγώσει 10 δισ. δολάρια σε κεφάλαια χρηματοδότησης της εφοδιαστικής αλυσίδας που συνδέονταν με την πάροχο χρηματοοικονομικών υπηρεσιών Greensill Capital, του Αυστραλού επιχειρηματία Λεξ Γκρίνσιλ, τα οποία είχε διαθέσει σε πελάτες της ως προϊόντα χαμηλού κινδύνου. Τελικά εξαναγκάστηκε, μετά την χρεοκοπία της εταιρείας, να τους επιστρέψει περίπου έξι δισεκατομμύρια δολάρια.
Τί είχε συμβεί στο μεταξύ στην Archegos; Το επενδυτικό ταμείο που είχε στηθεί ως «οικογενειακό γραφείο», ώστε να εποπτεύεται λιγότερο, επενδύοντας σε παράγωγα προϊόντα και επιδιώκοντας να προσελκύσει τους υπερπλουσίους, προκάλεσε ζημιές δισεκατομμυρίων στην Γουόλ Στριτ, με τον ιδρυτή του, Αμερικανό από τη Νότια Κορέα Μπιλ Χουάνγκ να κατηγορείται για απάτη και χειραγώγηση της αγοράς. Η Credit Suisse και η Nomura ήταν οι κύριοι χρηματοδότες του.
Το 2022 ξεκινά με την παραίτηση του Πορτογάλου προέδρου ΔΣ της τράπεζας, Αντόνιο Όρτα-Οσόριο (που είχε διαδεχθεί τον Ουρς Ρόνερ), λιγότερο από εννέα μήνες μετά την ένταξή του στην τράπεζα, αφού παραβίασε τους κανόνες καραντίνας COVID-19 και με την αντικατάστασή του από τον τωρινό επικεφαλής, Άλεξ Λίμαν.
Είναι η ίδια χρονιά που η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, μεταξύ άλλων, δημοσιεύει, τα περίφημα «Suisse Secrets», δηλαδή προσωπικά και τραπεζικά στοιχεία χιλιάδων πελατών της Credit Suisse, μεταξύ των οποίων αποκαλύπτεται πως περιλαμβάνονταν ένας διακινητής ανθρώπων στις Φιλιππίνες, ένας καταδικασμένος για διαφθορά μαφιόζος του χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ, ένας δισεκατομμυριούχος που είχε πληρώσει κάποιον για να σκοτώσει τη σύντροφό του, έμποροι ναρκωτικών και διεφθαρμένοι πολιτικοί.
Είναι επίσης η ίδια χρονιά που, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι Financial Times αποκαλύπτουν πως η Credit Suisse είχε ζητήσει από επενδυτές να καταστρέψουν έγγραφα που συνέδεαν Ρώσους ολιγάρχες με δάνεια για την αγορά γιοτ, με αποτέλεσμα στις ΗΠΑ να ξεκινήσει έρευνα σε σχέση με τη συμμόρφωση της τράπεζας στις κυρώσεις.
Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, η Credit Suisse καταδικάζεται από την ελβετική Δικαιοσύνη επειδή δεν απέτρεψε το ξέπλυμα μαύρου χρήματος από βουλγάρικη εγκληματική οργάνωση διακίνησης ναρκωτικών, παραβλέποντας το γεγονός πως τα έσοδά της έφταναν στα ταμεία πολύ συχνά μέσα σε… βαλίτσες. Η οργάνωση φέρεται να ξέπλυνε τουλάχιστον 146 εκατ. δολάρια το διάστημα 2004-2008.
Τον Ιούλιο, η ελβετική τράπεζα ορίζει ως νέο διευθύνοντα σύμβουλο τον Ούλριχ Κέρνερ, προκειμένου να αντικαταστήσει τον Τόμας Γκότσταϊν. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ανακοινώνει νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης και αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου 4 δισ. ελβετικών φράγκων, καθώς και διαχωρισμό του επενδυτικού σκέλους της τράπεζας για τη δημιουργία της CS First Boston.
To φθινόπωρο, η Saudi National Bank (SNB) της Σαουδικής Αραβίας, που ελέγχεται από το κρατικό επενδυτικό ταμείο της χώρας, επενδύει 1,5 δισ. δολάρια στην Credit Suisse, αποκτώντας τον έλεγχο του 9,9% των μετοχών της.
Το 2023 ξεκινά με την τράπεζα να αναφέρει ετήσιες ζημίες 7,3 δισ. ελβετικών φράγκων, τις μεγαλύτερες από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Στη συνέχεια, ως γνωστόν, στις 14 Μαρτίου, παραδέχεται στην ετήσια έκθεσή της ότι εντοπίστηκαν «ουσιώδεις αδυναμίες» στις διαδικασίες για τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα του 2022 και του 2021. Η σαουδαραβική SNB, πλέον ο κυριότερος μέτοχος της, αρνείται να προχωρήσει σε νέα κεφαλαιακή ενίσχυση, πυροδοτώντας τον πανικό του bank run, στον απόηχο και του κραχ των αμερικανικών τραπεζών Silicon Valley Bank και Signature Bank. Τελικά της προσφέρουν σανίδα σωτηρίας ο εποπτικός φορέας της ελβετικής κεφαλαιαγοράς (FINMA) και η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας SNB, με την Credit Suisse να ανακοινώνει πως θα διασφαλίσει τη ρευστότητά της δανειζόμενη από την τελευταία 50 δισ. ελβετικά φράγκα.