THEPOWERGAME
Σε νέο ιστορικό υψηλό εκτιμάται πως έχει αναρριχηθεί η περσινή κερδοφορία πέντε ισχυρών ενεργειακών ομίλων της Δύσης, ενώ θετική προδιαγράφεται η προοπτική και των φετινών αποτελεσμάτων τους, παρά τη σχετική πτώση των τιμών στις διεθνείς αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το πρακτορείο Bloomberg υπολογίζει πως η κερδοφορία των ExxonMobil, Chevron, Shell, Total Energies και BP θα ξεπεράσει συνολικά τα 198 δισ. δολάρια για το 2022, αντανακλώντας άνοδο 50% από το προηγούμενο ρεκόρ που είχε καταγραφεί το 2011.
Την αυλαία των τριμηνιαίων και ετήσιων αποτελεσμάτων σήκωσε η Chevron στις 27 Ιανουαρίου, δηλαδή την περασμένη Παρασκευή. Με τα κέρδη του δ’ τριμήνου να διαμορφώνονται στα 7,9 δισ. δολάρια, με άνοδο 61% σε σχέση με έναν χρόνο πριν, η ετήσια κερδοφορία της οδηγήθηκε στο νέο ρεκόρ των 36,5 δισ. δολαρίων, καταρρίπτοντας το προηγούμενο του 2011 με άνοδο 36%.Τα περσινά έσοδα της Chevron έφθασαν τα 246,3, δηλαδή ήταν υψηλότερα κατά 52% από το 2021. Η Exxon θα ανακοινώσει τα αποτελέσματά της στις 31 Ιανουαρίου.
H Chevron είχε προϊδεάσει για τα ισχυρά αποτελέσματά της, αναγγέλλοντας πρόσφατα την επαναγορά μετοχών της τάξεως των 75 δισ. δολαρίων, ένα ποσό πενταπλάσιο σε σχέση με αντίστοιχα προγράμματα των προηγούμενων ετών. «Για μια εταιρεία που όχι πολύ καιρό πριν ισχυριζόταν πως “εργάζεται σκληρά” για την αύξηση της παραγωγής της, η παραχώρηση 75 δισ. δολαρίων σε στελέχη και μετόχους καταδεικνύει έναν περίεργο τρόπο για να το κάνει», είχε δηλώσει ο Αμπντουλάχ Χασάν, αναπληρωτής γενικός γραμματέας του Λευκού Οίκου, μέσω Twitter, αναφερόμενος στη Chevron.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουάριου του 2022 και η συνεπακόλουθη ρήξη των σχέσεων ανάμεσα στο Κρεμλίνο και τη Δύση πυροδότησαν αλματώδη άνοδο στις τιμές των ορυκτών καυσίμων, ιδίως του φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Με τους κρατικούς κολοσσούς της Ρωσίας να είναι λίγο έως πολύ εκτός κάδρου σ’ ό,τι αφορά τις προμήθειες ενέργειας του ανεπτυγμένου κόσμου, οι ανησυχίες για ελλείψεις οδήγησαν στα ύψη τη ζήτηση, ενώ η προσφορά παραμένει συγκρατημένη. Χάρη, όμως, στον ήπιο χειμώνα που διανύει η Ευρώπη, οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου έχουν επανέλθει στα επίπεδα που ίσχυαν πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Συγκριτική πτώση των τιμών, μετρημένη προφορά
Την περασμένη Παρασκευή οι τιμές του φυσικού αερίου στην ολλανδική αγορά TTF κινήθηκαν κάτω από τα 55 ευρώ η μεγαβατώρα, συνοψίζοντας την εβδομαδιαία πτώση στο 20% και φθάνοντας στα επίπεδα του Σεπτεμβρίου του 2021, όταν ακόμα η Ρωσία είχε ξεκινήσει αμυδρά τη μείωση των ροών προς την Ευρώπη όσο προετοίμαζε την εισβολή στην Ουκρανία. H πτώση των τιμών αποδίδεται στις μειωμένες ανάγκες θέρμανσης τον φετινό χειμώνα, που έχουν διατηρήσει τα αποθέματα στην Ευρώπη στο 74% της συνολικής χωρητικότητας. Παρ’ όλα αυτά, η ζήτηση για υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) θα παραμείνει υψηλή μέσα στα επόμενα χρόνια.
Αντίθετα, η τιμή του Μπρεντ αναρριχήθηκε στα 88 δολάρια το βαρέλι την περασμένη Παρασκευή, παρατείνοντας τα κέρδη του χάρη στις προσδοκίες για τόνωση της ζήτησης από το άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας, αφού το Πεκίνο εγκατέλειψε την τριετή πολιτική των μηδενικών κρουσμάτων. Oι τιμές του πετρελαίου εκτιμάται πως θα παραμείνουν περίπου στα 90 δολάρια το βαρέλι μέσα στο 2023, σύμφωνα με έρευνα του Reuters.
Θετικές οι προσδοκίες και για το 2023
Παρά το ότι, όμως, «οι τιμές των εμπορευμάτων ήταν χαμηλότερες σε σχέση με τα ιστορικά υψηλά επίπεδα του 2022, φαίνεται πως και το τρέχον έτος θα είναι ισχυρό», σχολιάζει η Κιμ Φουστιέ, υπεύθυνη ερευνών στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στην HSBC Holdings. Μιλώντας στο δίκτυο του Bloomberg, η ίδια προσθέτει πως ενδεχομένως να είναι το δεύτερο ισχυρότερο έτος στη συνολική κατανομή κερδών και επαναγορά μετοχών.
Ύστερα από την κατακόρυφη πτώση της ζήτησης και των τιμών, ιδιαίτερα του πετρελαίου, στην αρχή της πανδημίας, οι ενεργειακοί όμιλοι έχουν γίνει συντηρητικοί ως προς τις επενδύσεις, παρά τις πιέσεις των κυβερνήσεων για την αύξηση της παραγωγής. Σύμφωνα με έκθεση της Goldman Sachs, οι παγκόσμιες δαπάνες σε επενδύσεις στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου έχουν υποχωρήσει σε πραγματικούς όρους, παρά την άνοδο των τιμών μαύρου χρυσού έως και 500% από τις αρχές του 2020 μέχρι τα μέσα του 2022.