THEPOWERGAME
«Το μέγεθος και η διάρκεια της κρίσης στην οικονομία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη της ενεργειακής κρίσης» σχολίασε ο Μάικλ Γρόεμλινγκ του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας (IW), προσθέτοντας πως ήδη η χώρα έχει υποστεί ένα βαθύ πλήγμα στην απώλεια πλούτου.
Αυτήν την εκτίμηση επιβεβαιώνει έρευνα του πρακτορείου Reuters. Ο κυβερνητικός συνασπισμός του Όλαφ Σολτς έχει δρομολογήσει μέτρα σχεδόν μισού τρισ. ευρώ από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μέχρι σήμερα είτε για τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών που καλούνται να καλύψουν την αλματώδη άνοδο των ενεργειακών δαπανών, είτε σε πακέτα διάσωσης του ενεργειακού κλάδου.
Το συνολικό κόστος για το γερμανικό δημόσιο προσδιορίζεται, ειδικότερα, στα 440 δισ. ευρώ για το ενιάμηνο από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ή 1,5 δισ. ευρώ την ημέρα από την πρώτη ημέρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Αντιστοιχεί σε 5.400 ευρώ για κάθε πολίτη στη Γερμανία, η οποία έχει υποστεί ένα δυσανάλογα ισχυρό πλήγμα από την ενεργειακή κρίση από την υπόλοιπη Ευρώπη λόγω της υπερβολικής εξάρτησης της οικονομίας στο ρωσικό φυσικό αέριο.
Και ο λογαριασμός τρέχει…Προβλέψεις του Ινστιτούτου του Κιέλου δείχνουν πως οι δαπάνες για τις εισαγωγές προμηθειών ενέργειας θα κινηθούν συνολικά στα 124 δισ. ευρώ για το τρέχον και το επόμενο έτος αντί των 7 δισ. ευρώ που είχαν καταγραφεί για το 2020 και το 2021. Με τη Ρωσία να χειραγωγεί την προσφορά προς την Ευρώπη, Γερμανία αναγκάστηκε να διαφοροποιήσει τις προμήθειες της καταφεύγοντας στην αγορά spot όπου οι τιμές σκαρφάλωσαν στα ύψη λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.
«Η γερμανική οικονομία βρίσκεται σήμερα σε πολύ κρίσιμη φάση διότι επικρατεί μεγαλύτερη αβεβαιότητα για τις μελλοντικές προμήθειες ενέργειας από ποτέ», σχολίασε ο Στέφαν Κούθς, αντιπρόεδρος και υπεύθυνος ερευνών στον τομέα της ανάπτυξης του Ινστιτούτου του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία. «Σε τί κατάσταση βρίσκεται η γερμανική οικονομία; Εάν κοιτάξουμε τον πληθωρισμό τότε έχει υψηλό πυρετό», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Ο κλάδος των χημικών, ο οποίος πιο εκτεθειμένος στην αύξηση του κόστους ενέργειας σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία της Γερμανίας, διαβλέπει υποχώρηση της παραγωγής κατά 8,5% μέσα στο 2022, σύμφωνα με την ένωση VCI, προειδοποιώντας για «μεγάλες διαρθρωτικές τομές στο βιομηχανικό τοπίο» της χώρας.
Τα 440 δισ ευρώ που έχουν δρομολογεί για την καταπολέμηση της ενεργειακής κρίσης στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης απέχουν μια ανάσα από τα περίπου 480 δισ ευρώ που δαπανήθηκαν για τη θωράκιση της χώρας από την πανδημία της νόσου Covid-19. Στο τελευταίο πακέτο συνυπολογίζονται 295 δισ. ευρώ σε μέτρα στήριξης, συμπεριλαμβανομένων των 51,5 δισ. ευρώ που δόθηκαν για τη διάσωση της Uniper και των 14 δισ. ευρώ για την Sefe, η οποία ήταν προηγουμένως γνωστή ως Gazprom Germania. Έως και 100 δισ. ευρώ δόθηκαν σε ρευστότητα στους παροχείς κοινής ωφέλειας προκειμένου να αποφύγουν τον κίνδυνο χρεοκοπίας από τις υψηλές τιμές ενέργειας. Δέκα δισ. ευρώ έχουν προβλεφθεί για την κατασκευή υποδομών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).
Παρά το ύψος των δαπανών εξακολουθεί να επικρατεί αβεβαιότητα για το εάν η Γερμανία μπορεί να αναπληρώσει τις προμήθειες που ελάμβανε από τη Ρωσία. Πέρσι οι εισαγωγές φυσικού αερίου στη Γερμανία από τη Ρωσία διαμορφώθηκαν στα 58 δισ. κυβικά μέτρα. Μετά τη ρήξη των σχέσεων μεταξύ Δύσης και Μόσχας, το Βερολίνο επιδιώκει να μπορεί να καλύπτει τουλάχιστον το 80% της παραγωγής ρεύματος από ανανεώσιμες πηγές μέχρι το 2030 από το 42% που ίσχυε το 2021. Αλλά με τα σημερινά δεδομένα, η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου φαίνεται απόμακρη.