THEPOWERGAME
Ο μακροχρόνιος… γάμος Γαλλίας – Γερμανίας, των δύο ευρωπαϊκών υπερδυνάμεων και ντε φάκτο ηγετικών κρατών της ΕΕ, παραπαίει και δεν διαφαίνεται σανίδα σωτηρίας. Μετά τη διαδοχή της Άνγκελα Μέρκελ από τον Όλαφ Σολτς στη γερμανική καγκελαρία, η αταίριαστη προσωπική σχέση με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν δεν είναι μυστικό, αλλά τις δύο χώρες χωρίζουν και οι διαφορές σε πολιτικό προσανατολισμό σε όλα τα μέτωπα.
Ήδη μία διμερής σύνοδος που ήταν προγραμματισμένη για το Νοέμβριο ακυρώθηκε, καθώς δεν διαφαινόταν ότι θα γεφύρωνε τις διαφωνίες, τις οποίες ερχόταν να επιλύσει. Άλλωστε, το ίδιο δεν μπόρεσε να επιτευχθεί στο γεύμα εργασίας των δύο ηγετών στα τέλη Οκτωβρίου στο Παρίσι.
Στο επίκεντρο της διαφωνίας, η απόφαση του Γερμανού καγκελαρίου, Όλαφ Σολτς, να επισκεφθεί μόνος του, συνοδεία Γερμανών βιομηχάνων, τον επανεκλεγέντα γγ του ΚΚ της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, εμφανίζοντας τη Γερμανία ως την ηγέτιδα διπλωματική δύναμη της ΕΕ. (Σε παλιότερες περιπτώσεις, οι συναντήσεις π.χ. με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν και τον Ουκρανό Βολοντίμιρ Ζελένσκι, είχαν γίνει με συντονισμό, παρουσιάζοντας ένα ενωμένο ευρωπαϊκό μέτωπο).
Αλλά και το Βερολίνο είναι «εξοργισμένο» με τη γαλλική πλευρά, καθώς στάθηκε εμπόδιο στον αγωγό φυσικού αερίου Midcat μεταξύ Ισπανίας και Γερμανίας. Και όχι μόνο έπραξε αυτό, παρά τη δημόσια έκκληση του Σολτς, αλλά προώθησε αντ’ αυτού έναν νέο αγωγό για φυσικό αέριο και αργότερα υδρογόνο από τη Βαρκελώνη στη Μασσαλία, τον BarMar.
Δεν είναι μυστικές οι διαφωνίες των δύο πλευρών σε θέματα ενέργειας, τόσο όσον αφορά την ενεργειακή διαχείριση όσο και τις διαφορετικές ανάγκες της κάθε χώρας. Η Γαλλία χρεώνει στη Γερμανία την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά έχει να βασιστεί και στην πυρηνική της ενέργεια (ασχέτως αν φέτος, λόγω συντηρήσεων, εισάγει ηλεκτρική ενέργεια από τη Γερμανία).
Η Γερμανία, πάλι, διαφωνεί πως οι εισαγωγές αμερικανικού LNG μπορούν να είναι μια μακροπρόθεσμη ενεργειακή λύση. Η επιλογή του Βερολίνου να εγκρίνει γερμανικό ενεργειακό πακέτο ύψους 200 δισ. ευρώ, τορπιλίζοντας το ενδεχόμενο κοινών δαπανών σε επίπεδο ΕΕ για την ενέργεια, «θύμωσε» τη Γαλλία, μαζί με αρκετές άλλες χώρες.
Οι διαφωνίες στο μέτωπο της άμυνας
Στο μέτωπο της άμυνας, το Παρίσι δεν κρύβει τη δυσαρέσκειά του που η Γερμανία, αποφασίζοντας να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες κατά 100 δισ. ευρώ, επέλεξε να το πράξει επιλέγοντας αμερικανικά αεροσκάφη, όταν μάλιστα «τρέχουν» κοινά αμυντικά αεροπορικά πρότζεκτ. Ταυτόχρονα, σε μια ιδιαίτερη προσβλητική κίνηση για τη Γαλλία, που υπεραμύνεται σε κάθε ευκαιρία της ευρωπαϊκής αμυντικής ανεξαρτησίας και θέλει να θεωρεί εαυτήν πρωτοπόρο στον αμυντικό τομέα, η Γερμανία ανέλαβε την πρωτοβουλία για κεντροευρωπαϊκή ασπίδα αεράμυνας, την «European Sky Shield Initiative», εξαιρώντας τη Γαλλία και τις χώρες του Νότου.
Συγκεκριμένα, με βάση την επιστολή προθέσεων που υπέγραψαν 14 ΝΑΤΟϊκές χώρες και η Φινλανδία στις Βρυξέλλες στις 13 Οκτωβρίου, προβλέπεται η κοινή αγορά αμυντικού εξοπλισμού και πυραύλων από το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Ολλανδία, τη Νορβηγία, τη Σλοβακία, τη Σλοβανία, τη Ρουμανία και τη Βρετανία.
«Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» (για τη Γαλλία), σχολιάζει ο Σαχίν Βαλέ, επικεφαλής του γεωοικονομικού προγράμματος του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων. «Οι Γερμανοί δεν συνειδητοποιούν πόσο βαθιά πρόσβαλαν τη Γαλλία, που είδε τη θέση της ως πολιτικού ηγέτη στην ευρωπαϊκή άμυνα να εξανεμίζεται και να αντικαθίσταται από ένα γερμανικό πρότζεκτ βασισμένο σε αμερικανική και ισραηλινή τεχνολογία».
Γαλλία και Γερμανία, πάντως, ετοιμάζονται να προχωρήσουν στην επόμενη φάση της ανάπτυξης του μαχητικού αεροσκάφους FCAS (Future Combat Air System), που έρχεται να αντικαταστήσει τα Eurofighter και Rafale, για το οποίο επίσης υπάρχουν διαφωνίες, κυρίως γύρω από τον προεξάρχοντα ρόλο της γαλλικής βιομηχανίας Dassault.
Αλλά και στο μέτωπο της οικονομικής πολιτικής, οι διαφωνίες είναι -λίγο έως πολύ- γνωστές. Η Γαλλία στοχεύει στον συλλογικό δανεισμό και στην παράταση χρόνου για την εξόφληση του δημόσιου χρέους των κρατών, ενώ η Γερμανία επιμένει να κοιτά προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Το γαλλοϊταλικό ρομάντζο
Ωστόσο, αν και οι δύο υπερδυνάμεις δυσκολεύονται να συμπλεύσουν, δεν φαίνεται να διαμορφώνεται επί του παρόντος, από την άλλη, κάποια διαφορετική ηγετική συμμαχία εντός της ΕΕ. Η στενή γαλλοϊταλική σχέση τινάχθηκε σχεδόν στον αέρα, από την απομάκρυνση του Μάριο Ντράγκι στην Ιταλία και την εκλογή της ακροδεξιάς πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι.
Αλλά και η ανερχόμενη Πολωνία δεν μπορεί μέχρι στιγμής να αναλάβει αυξημένο πολιτικό ρόλο, όσο παραμένουν οι διαφωνίες με την ΕΕ για ζητήματα κράτους δικαίου και όσο είναι ισχυρός στη χώρα ο Γιαροσλάβ Καζίνσκι, ο οποίος επιμένει να κοντράρει τους Γερμανούς, διεκδικώντας ενεργά αποζημιώσεις 1,3 τρισ. δολαρίων για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τέλος, και στη διοίκηση των ευρωπαϊκών οργάνων παρατηρείται ρήγμα, με την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, να διατηρεί τη χείριστη δυνατή σχέση με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ (ο οποίος στην περσινή συνάντηση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε αφήσει την πρώτη να κάτσει στον… καναπέ). Με αποτέλεσμα, ούτε σε αυτό το επίπεδο να διαμορφώνεται μία ισχυρή ευρωπαϊκή ηγετική ομάδα.