THEPOWERGAME
Την πρώτης τάξεως ευκαιρία που του έδωσε η Σύνοδος των G20 να ενεργήσει ως μεσάζων μεταξύ Ρωσίας και Δύσης εκμεταλλεύτηκε ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Επιτέλους, ο «Σουλτάνος» είχε το πολυπόθητο τετ α τετ με τον Αμερικανό ομόλογό του Τζο Μπάιντεν κατά τη διάρκεια του οποίου έλαβε την προφορική στήριξη του προέδρου των ΗΠΑ στο αίτημα της Τουρκίας για αναβάθμιση των F-16. Μάλιστα μετά την κατ’ ιδίαν συνάντησή τους ο Ρ. Τ. Ερντογάν ανήρτησε στο twitter σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος από τον υπουργό Εσωτερικών του ευχαριστήριο μήνυμα προς την Ελλάδα για τη συμπαράστασή της μετά τη βομβιστική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη.
Πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές τόνιζαν πριν καν ξεκινήσει η Σύνοδος τον ρόλο της Τουρκίας ως μεσάζοντα ανάμεσα στη Ρωσία και τον υπόλοιπο κόσμο καθώς η Δύση αναγνωρίζει πως θα πρέπει να διατηρηθεί μια δίοδος επικοινωνίας με το Κρεμλίνο. Οπότε, παρά την κριτική που έχει δεχτεί ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για το καθεστώς που έχει επιβάλει στη χώρα του, ιδίως την τελευταία πενταετία, η Άγκυρα διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στη σύναψη του Πρωτοκόλλου της Μαύρης Θάλασσας τον περασμένο Ιούλιο και την επαναφορά της Ρωσίας στη συμφωνία για την ασφαλή επανέναρξη των εξαγωγών σιτηρών από τη νότια Ουκρανία. Το Bloomberg υπενθυμίζει πως η Τουρκία διαμεσολάβησε επίσης στην ανταλλαγή 270 φυλακισμένων ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία τον Σεπτέμβριο.
Έτσι, λίγα 24ωρα μετά την τρομοκρατική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, ο Έρντογαν κατάφερε αυτό που ήθελε, δηλαδή να συναντηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο, κατά τη διάρκεια της οποίας πρωταγωνίστησε η ανανέωση του Πρωτοκόλλου της Μαύρης Θάλασσας ήτοι η συμφωνία για τα ουκρανικά σιτηρά που λήγει στις 19 Νοεμβρίου. Η Ρωσία αναμένεται να συμφωνήσει να επεκτείνει τη συμφωνία που επιτρέπει τις εξαγωγές σιτηρών και άλλων αγροτικών προϊόντων από τη Μαύρη Θάλασσα, διασφαλίζοντας μια ζωτική ροή τροφίμων στην παγκόσμια αγορά, μεταδίδει το Bloomberg.
Άλλωστε, σκοπός και της Ινδονησίας (η διοργανώτρια χώρα της Συνόδου) είναι να συμπεριληφθούν και τα λιπάσματα της Ουκρανίας, η οποία μαζί με τη Ρωσία διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια επισιτιστική αλυσίδα. Σε μια τέτοια συνάντηση, λοιπόν, ο Ερντογάν είχε την ευκαιρία να προωθήσει τα συμφέροντα της Τουρκίας ως περιφερειακή δύναμη. Ας μην λησμονείται πως στην Άγκυρα συναντήθηκε χθες ο επικεφαλής της CIA, Ουίλιαμ Μπερνς, με Ρώσους αξιωματούχους, προκειμένου να προειδοποιήσει για τη χρήση πυρηνικών όπλων στην Ουκρανία.
Footage from Erdogan, Biden meeting pic.twitter.com/gr5DUi0FOP
— Ragıp Soylu (@ragipsoylu) November 15, 2022
Και παρόλο που η τουρκική προεδρία δεν έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες για τη συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν, σύμφωνα με το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters, ο Αμερικανός πρόεδρος εξέφρασε τα συλλυπητήριά του για τα θύματα της βομβιστικής επίθεσης της Κυριακής στην Κωνσταντινούπολη και δήλωσε στον Ερντογάν ότι η κυβέρνησή του θα συνεχίσει να υποστηρίζει την Τουρκία στο αίτημά της για τα αεροσκάφη F-16.
Ακόμα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ δήλωσε ότι η Τουρκία αποτελεί σημαντικό παράγοντα στο αίτημα της Σουηδίας για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και ευχαρίστησε τον Ερντογάν για τον ρόλο του στην επανάληψη των εξαγωγών σιτηρών κατ’ εφαρμογήν της διεθνούς συμφωνίας ανάμεσα στην Ουκρανία και την Ρωσία, αναφέρεται ακόμη στην ανακοίνωση της τουρκικής προεδρίας.
Οι λεπτές ισορροπίες της Συνόδου
Η συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν είναι μόνο ενδεικτική των λεπτών ισορροπιών που πρέπει να διατηρηθούν μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν στη Σύνοδο. Σε αυτή τη Σύνοδο Κορυφής, οι γεωπολιτικές εντάσεις και ισορροπίες θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στις οικονομικές σχέσεις των ισχυρότερων από τους G20.
Στη διήμερη σύνοδο της G20, πέραν της ΕΕ, αντιπροσωπεύονται 19 χώρες, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία, η Ρωσία, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρετανία, η Ιταλία, η Βραζιλία, η Αργεντινή, το Μεξικό, η Νότια Αφρική και η οικοδέσποινα Ινδονησία. Το διεθνές πολιτικό και οικονομικό φόρουμ αντιπροσωπεύει πάνω από το 80% του παγκόσμιου ΑΕΠ, το 75% του διεθνούς εμπορίου και το 60% του πληθυσμού της υφηλίου.
Το προσχέδιο της συμφωνίας
Πάντως, με τον πόλεμο που κήρυξε το Κρεμλίνο στην Ουκρανία η σύνταξη κοινού ανακοινωθέντος των G20 στη διήμερη σύνοδο κορυφής είναι τώρα πιο αναγκαία από ποτέ. Μάλιστα, οι επικεφαλής διαπραγματευτές των κρατών-μελών της G20, συμπεριλαμβανομένου αυτού της Ρωσίας, συμφώνησαν στο προσχέδιο της τελικής ανακοίνωσης της Συνόδου Κορυφής στην Ινδονησία, όπως επιβεβαίωσε σήμερα ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Γερμανικού Πρακτορείου, παρά την αντίσταση που πρόβαλε αρχικά η Μόσχα, οι δυτικές χώρες κατάφεραν να συμπεριληφθεί στο προσχέδιο απόσπασμα που καταδικάζει τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Μερικές ώρες πριν από τη συνέντευξη Τύπου του κ. Μισέλ, διπλωμάτες έλεγαν πως η Ρωσία ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί το να συμπεριληφθεί το επίμαχο απόσπασμα στο κείμενο. Η ανακοίνωση αναμένεται πως θα κάνει λόγο για πόλεμο – όχι για «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», κατά τον όρο που χρησιμοποιεί ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν. Πάντως, νωρίτερα, πηγές του πρακτορείου Bloomberg έκαναν λόγο ακόμη και για δυο κοινά ανακοινωθέντα ανάλογα με τις χώρες που αποδέχονται την επιμονή των Ρώσων να αναφέρονται στην εισβολή τους στην Ουκρανία ως «ειδική στρατιωτική αποστολή».
Σημειώνεται πως η έγκριση της Ρωσίας πιθανόν αποτελεί ένδειξη πως η Μόσχα δεν μπορεί πλέον να λογαριάζει στην υποστήριξη της Κίνας στους κόλπους της G20 όσον αφορά το ζήτημα της Ουκρανίας. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ είχε αναγγείλει νωρίτερα πως θα γινόταν αυτή η παραχώρηση. Ο κ. Λαβρόφ, που εκπροσωπεί τον κ. Πούτιν στη Σύνοδο Κορυφής, διαβεβαίωσε πως η τελική ανακοίνωση θα γινόταν αποδεκτή.
Όπως είναι φυσικό και παρά την απουσία του προέδρου της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ηχηρή εάν όχι καθοριστική παρουσία στις διαβουλεύσεις. Πρώτα από όλα το χάσμα ανάμεσα στη Δύση και την Κίνα βάθυνε από τον περασμένο Φεβρουάριο. To Πεκίνο αποστασιοποιήθηκε από τις δυτικές κυρώσεις απέναντι στο καθεστώς του Κρεμλίνου, επωφελούμενο από τις αυξημένες προμήθειες ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία σε χαμηλότερο αντίτιμο από τις τιμές στις διεθνείς αγορές.