THEPOWERGAME
«Οι αυξήσεις επιτοκίων επηρεάζουν έντονα τις ζωές των ανθρώπων. Γιατί τα αυξάνουμε; Και γιατί το κάνουμε τώρα που ο κόσμος δυσκολεύεται με υψηλές τιμές ενέργειας, τιμές τροφίμων και άλλους λογαριασμούς;».
Αυτό το ερώτημα, που θέτουν σχεδόν όλοι οι πολίτες της Δύσης, έθεσε και στον εαυτό του ο κεντρικός τραπεζίτης της Μεγάλης Βρετανίας, Άντριου Μπέιλι, κατά την ανακοίνωση της μεγαλύτερης αύξησης επιτοκίων τα τελευταία 30 χρόνια στη χώρα του. Στο ίδιο φιλοσοφικό ερώτημα απάντησε και ο Τζερόμ Πάουελ, τονίζοντας κατά την ανακοίνωση της αύξησης των επιτοκίων της Fed ότι «ο υψηλός πληθωρισμός υπονομεύει την αγοραστική δύναμη, ειδικά για εκείνους που έχουν τις λιγότερες δυνατότητες να αντιμετωπίσουν τα αυξημένα κόστη των βασικών αναγκών, όπως τροφή, στέγαση και μεταφορά».
Οι δύο αυξήσεις επιτοκίων έρχονται λίγο πριν από τις τελευταίες αυξήσεις που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ενώ κατά τα φαινόμενα έρχονται κι άλλες αυξήσεις στην Ευρώπη, όπως τόνισε σε συνέδριο που συμμετείχε η Κριστίν Λαγκάρντ.
Αυτό που έγινε απολύτως ξεκάθαρο από τους τρεις κεντρικούς τραπεζίτες είναι ότι ναι μεν οι παγκόσμιες οικονομίες φυσικά και είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους, έχουν όμως διαφορετικούς λόγους που οδηγούν σε επίπεδα ρεκόρ τους πληθωρισμούς τους. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε η Κριστίν Λαγκάρντ όσον αφορά την αγορά εργασίας της αμερικανικής οικονομίας και την τεράστια διαφορά με εκείνη της Ευρώπης. Μια διαφορά, μάλιστα, που για τους Ευρωπαίους (και ειδικά για εμάς τους Έλληνες) μοιάζει παράλογη. Στην Αμερική για κάθε άνεργο υπάρχουν αυτή τη στιγμή 1,9 ελεύθερες θέσεις εργασίας που αδυνατούν να καλύψουν, όταν στην Ευρώπη για κάθε άνεργο υπάρχει 0,3 ελεύθερη θέση εργασίας. Την ίδια στιγμή, στη Μεγάλη Βρετανία παρατηρείται συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, προφανώς λόγω του Brexit και των μεγάλων δυσκολιών που έχουν επιβληθεί στη διακίνηση πολιτών από και προς τη χώρα. Αυτή η υπερπροσφορά θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ και η έλλειψη εργαζομένων στη Μ. Βρετανία αναμένεται να οδηγήσουν σε αύξηση τους μισθούς σε αυτές τις οικονομίες, γεγονός που προκαλεί ανησυχία στους κεντρικούς τραπεζίτες, ότι μία τέτοια εξέλιξη θα επιφέρει σημαντική ενσωμάτωση του πληθωρισμού στην οικονομία και άρα παράταση του φαινομένου για ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Έρχονται κι άλλες αυξήσεις επιτοκίων
Ήδη εδώ και αρκετό καιρό έχετε διαβάσει στο powergame.gr ότι στους κόλπους της ΕΚΤ υπάρχουν αντιδράσεις για την περαιτέρω πορεία αύξησης των επιτοκίων. Ήδη η Κριστίν Λαγκάρντ έχει δηλώσει ότι έχουμε ακόμη αρκετό δρόμο μέχρι να σταθεροποιηθούν τα επιτόκια, ενώ, όπως εξήγησε την προηγούμενη εβδομάδα, «μόνο η ύφεση δεν αρκεί για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός». Έσπευσε, βέβαια, να συμπληρώσει ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων δεν θα μειώσουν τις τιμές των καυσίμων στην αντλία, καθώς η ενέργεια επηρεάζει κατά 40% τον πληθωρισμό της Ευρώπης. Και ούτε θα μειώσει τα εμπόδια που εμφανίζονται στη προσφορά, η οποία δεν καταφέρνει να αντιμετωπίσει τη μεγάλη ζήτηση.
Αυτό που καταφέρνουν, όμως, τα αυξημένα επιτόκια είναι να ροκανίζουν τις καταθέσεις. Στη χώρα μας -σύμφωνα με την ΤτΕ- το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων έμεινε αμετάβλητο στο 0,04%, ενώ το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων δανείων αυξήθηκε στο 4,60%, ανεβάζοντας το περιθώριο των επιτοκίων στις 4,56 εκατοστιαίες μονάδες. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης είναι από τα «περιστέρια» της Φρανκφούρτης που έχουν αντιρρήσεις στην έντονη περεταίρω αύξηση των επιτοκίων, όπως τόνισε στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Politico, ξεκαθαρίζοντας: «Προσωπικά, θα προτιμούσα μια πιο ήπια πορεία αύξησης των επιτοκίων». Συγκεκριμένα, εξήγησε ότι αν γίνουν κι άλλες υπερβολικά μεγάλες αυξήσεις στα επιτόκια, υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν αδικαιολόγητη ζημιά στην οικονομία της Ευρώπης, ενώ προέβλεψε αξιόλογη πτώση του πληθωρισμού κατά το επόμενο έτος, κάτω από το 5,5%, όπως εκτιμά το βασικό σενάριο της ΤτΕ. Εδώ αξίζει να συμπληρώσουμε ότι -ακόμη και τώρα, που γίνονται όλο και πιο πιθανά τα σενάρια σημαντικής ύφεσης στην Ευρώπη- η ελληνική οικονομία καταφέρνει να διατηρεί την ανάπτυξή της και την επόμενη χρονιά, ακόμη και στα δυσμενέστερα σενάρια που έχουν κάνει την εμφάνισή τους.