THEPOWERGAME
Η παραίτηση της Λις Τρας από την πρωθυπουργία της Βρετανίας, αν και αναμενόμενη μετά την τρικυμία που προκάλεσε στις αγορές ο μίνι-προϋπολογισμός που κατέθεσε η κυβέρνησή της στις 23 Σεπτεμβρίου, καταδεικνύει τη δεινή θέση στην οποία έχει παγιδευτεί το Κόμμα των Συντηρητικών. Πραγματοποιώντας την πιο σύντομη θητεία στην ιστορία της χώρας, η Τρας αφήνει τη Βρετανία σε μια χαοτική κατάσταση με το κυβερνών κόμμα να πρέπει να ορίσει έναν αντικαταστάτη έως τις 28 Οκτωβρίου.
Πληροφορίες θέλουν ακόμη και τον Μπόρις Τζόνσον να θέτει υποψηφιότητα, καθρεπτίζοντας την ειρωνεία της υπόθεσης, καθώς η Τρας είχε επιλεχθεί αρχές Σεπτεμβρίου για να τον αντικαταστήσει. Τα πρακτορεία στοιχημάτων, πάντως, δίνουν μεγαλύτερες πιθανότητες στον Ρίσι Σούνακ, χωρίς να αποκλείουν τον Τζόνσον ή την Τερέσα Μέι, η οποία επίσης ήταν πρωθυπουργός την τριετία 2016-19 για να της πάρει τη σκυτάλη ο Τζόνσον όσο εξελίσσονταν οι πυρετώδεις διαπραγματεύσεις για το Brexit. Μάλιστα, η Μέι δήλωσε μέσω Twitter πως «είναι καθήκον μας να παρέχουμε μια συνετή, ικανή κυβέρνηση καθώς η κατάσταση στη χώρα είναι κρίσιμη». Ο Τζέρεμι Χαντ, ωστόσο, απέκλεισε το ενδεχόμενο να συμμετάσχει στην κούρσα για τη διαδοχή της Τρας, έχοντας αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών ύστερα από μια επίσης σύντομη θητεία του Κουάζι Κουάρτενγκ σε αυτό το πόστο.
Οι αγορές τηρούν στάση αναμονής
Οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν, ωστόσο, πως αν και η στερλίνα και τα βρετανικά ομόλογα έχουν σταθεροποιηθεί μετά την κρίση εμπιστοσύνης που προκάλεσε ο μίνι-προϋπολογισμός του παραιτηθέντα Κουάρτενγκ, οι αγορές τηρούν στάση αναμονής διότι οι επενδυτές δεν αποκλείουν ακόμη και την κήρυξη πρόωρων εκλογών σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτή η πεποίθηση αντανακλάται από τη χθεσινή πορεία της στερλίνας. Αν και έχει ανακάμψει από το ιστορικό χαμηλό που καταγράφηκε λίγο μετά την παρουσίαση του μίνι-προϋπολογισμού, φθάνοντας τέλη Σεπτεμβρίου σχεδόν σε απόλυτη ισοτιμία ως προς το δολάριο, δεν έχει επανέλθει στα 1,16 δολάρια που ίσχυαν πριν ή στα 1,38 δολάρια έναν χρόνο πριν.
Παρομοίως, οι αποδόσεις των 30ετών βρετανικών ομολόγων διολίσθησαν στο 3,8% προς στιγμήν την Πέμπτη, αντικατοπτρίζοντας μια βελτίωση από το σχεδόν 5% που σημειώθηκε μετά τον μίνι-προϋπολογισμό διότι η κυβέρνηση της Τρας αναγκάστηκε να ανακαλέσει τα δυο τρίτα του. Το 30ετές κόστος δανεισμού της βρετανικής οικονομίας εξακολουθεί να κινείται κοντά στο 4% αντί του 3,77% που ίσχυε προ ενός μηνός και το 2,10% που είχε καταγραφεί προς ενός έτους. Σε αυτή τη φάση, οι αγορές υποθέτουν πως ενδεχομένως να αναλάβει τα ηνία ο Ρίσι Σούνακ. Έπειτα, όμως, στο προσκήνιο θα βρεθεί το ίδιο το κόμμα των Συντηρητικών και ίσως σενάρια πρόωρων εκλογών.
Σε εκτενή ανάλυση του Economist για τις ομοιότητες της Ιταλίας και της Βρετανίας με τίτλο «Welcome to Britaly» επισημαίνεται πως η Ντάουνινγκ Στριτ έχει φιλοξενήσει τέσσερις διαφορετικούς πρωθυπουργούς από τον Μάιο του 2015 μέχρι σήμερα: τον Ντέιβιντ Κάμερον, την Τερέζα Μέι, τον Μπόρις Τζόνσον και την Λιζ Τρας. Το ίδιο και η Ιταλία, όπου οι αναταραχές στην πολιτική είναι συχνό φαινόμενο. Τυπικά οι επόμενες εκλογές στη Βρετανία είναι δρομολογημένες για τον Ιανουάριο του 2025 και όχι νωρίτερα. Βέβαια το τοπίο παραμένει ρευστό και μάλιστα σε μια οικονομία που αναμένεται να βρεθεί σε ύφεση το 2023.
Σε κάθε περίπτωση, η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να αναλάβει το ηράκλειο εγχείρημα της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των πολιτών και των επενδυτών. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Σεβόν Χάβιλαντ, επικεφαλής του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Βρετανίας, υπέδειξε πως η νέα κυβέρνηση θα ξεκαθαρίσει πώς σκοπεύει να αντιμετωπίσει την αλματώδη αύξηση των λογαριασμών ενέργειας, τις ελλείψεις προσωπικού, την αύξηση του πληθωρισμού και τα υψηλά επιτόκια.
Εκτός των άλλων, η Βρετανία ακόμη και μετά το Brexit παραμένει σημαντική για την ευρύτερη Ευρώπη. Όπως δήλωσε ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, πριν την έναρξη της συνόδου κορυφής της Ε.Ε, «με δεδομένο τον πόλεμο (στην Ουκρανία), την ενεργειακή κρίση, είναι σημαντικό να υπάρχει πολιτική σταθερότητα στη Βρετανία το συντομότερο δυνατό». Το ζήτημα είναι εάν οι Συντηρητικοί έχουν τις δυνάμεις για να ανταποκριθούν σε αυτή την πρόκληση μετά από μια 12ετία στην πολιτική εξουσία, ιδιαίτερα μετά τις περιπέτειες του Brexit που πυροδότησαν μεγάλη αύξηση του κόστους διαβίωσης των Βρετανών για να κορυφωθεί με τη σημερινή κρίση στην ενέργεια.