THEPOWERGAME
Μετά τις πρωτοφανείς δημοσιονομικές δαπάνες εν μέσω της πανδημίας, οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη προσπαθούν να χρηματοδοτήσουν τα νέα μέτρα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης από την έκτακτη φορολόγηση όσων εταιρειών επωφελούνται από την ανεπανάληπτη αύξηση των τιμών στα ορυκτά καύσιμα. H κυβέρνηση της Λιζ Τρας, αντίθετα, εξετάζει τη ματαίωση δρομολογημένων αυξήσεων στη φορολόγηση των επιχειρήσεων και στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ενώ έχει ήδη αναγγείλει οριζόντιες επιδοτήσεις στις δαπάνες ενέργειας.
Εν όψει της λεπτομερούς ανακοίνωσης του νέου οικονομικού πακέτου αυτήν την Παρασκευή, ο υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, Κουάσι Κουάρτενγκ προανήγγειλε την Τετάρτη μια μείωση της χονδρικής τιμής στην ηλεκτρική ενέργεια για τις επιχειρήσεις και τους δημόσιους οργανισμούς πάνω από 50% για την περίοδο του χειμώνα, εκφράζοντας την πεποίθηση πως λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα «για να μην καταρρεύσουν οι επιχειρήσεις, να προστατευθούν οι θέσεις εργασίας και να περιοριστεί ο πληθωρισμός». Αρχές Σεπτεμβρίου, η Λιζ Τρας, αφού κέρδισε τις εκλογές για την ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος των Συντηρητικών, δεσμεύτηκε επίσης πως το μέσο νοικοκυριό στη Βρετανία δεν θα καταβάλει πάνω από 2.500 στερλίνες, ετησίως, για να καλύψει τις δαπάνες ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου για την επόμενη διετία.
Έντονη κριτική για το πακέτο Τρας – Κουάρτενγκ
Το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Μελετών (Institute of Fiscal Studies, IFS) στη Βρετανία κοστολόγησε το πακέτο μέτρων στα 100 δισ. στερλίνες για το πρώτο 12μήνο, φθάνοντας τα 150 δισ στερλίνες για όλη τη διετία. Ιστορικά είναι η μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στην ιστορία της Βρετανίας, με το πλαφόν στις τιμές ενέργειας να αναλογεί στο 4% του ΑΕΠ. Οι μόνιμες μειώσεις στη φορολογία αναλογούν σε ένα ακόμη 1% του ΑΕΠ. Ο επικεφαλής του IFS, Πολ Τζόνσον, δεν δίστασε να δηλώσει πως το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά δεν κοστολογήθηκαν από την ίδια την κυβέρνηση είναι «βαθύτατα απογοητευτικό» εάν όχι «τρομακτικό».
Μεγάλη κριτική από οικονομικούς αναλυτές έχει ασκηθεί για τις οριζόντιες επιδοτήσεις στις ενεργειακές δαπάνες των νοικοκυριών, τονίζοντας πως τα στοχευμένα μέτρα θα ήταν αποτελεσματικότερα, παρέχοντας πιο γενναιόδωρη στήριξη στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Πέραν τούτου, έλλειψη ισορροπημένων φορολογικών μέτρων σημαίνει πως οι οριζόντιες επιδοτήσεις θα καλυφθούν από νέο κρατικό δανεισμό. «Ιστορικά οι υψηλότεροι φόροι στους ευκατάστατους συνέβαλαν στην κάλυψη των πολέμων» γράφει ο Μάρτιν Γουλφ, ο γνωστός αρθρογράφος των Financial Times,
Λανθασμένος ο στόχος για την ανάπτυξη
Μεγάλη επιφυλακτικότητα έχει επίσης διατυπωθεί για την πρόθεση του Κουάρτενγκ να θέσει συγκεκριμένο στόχο ανάπτυξης στο 2,5% σε ετήσια βάση. Ένας τέτοιος στόχος μπορεί να εξελιχθεί σε παγίδα για την κυβέρνηση αλλά και τον προϋπολογισμό της χώρας. Μέλη του βρετανικού κοινοβουλίου τονίζουν, παράλληλα, πως είναι απαραίτητο να ανακοινωθούν νέες προβλέψεις για την οικονομία από την υπηρεσία προϋπολογισμού γνωστή ως Office of Budget Responsibility (OBR) καθώς οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί από την τελευταία έκθεση που εκδόθηκε τον Μάιο. Όμως, μέλη της κυβέρνησης δήλωσαν στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα Euronews πως δεν προβλέπονται νέες, αναλυτικές προβλέψεις από την υπηρεσία.
Τόσο ο υπουργός, όσο και η Βρετανίδα πρωθυπουργός έχουν εκδηλώσει τον θαυμασμό τους για τη «Σιδηρά Κυρία» που δεν είναι άλλη από την Μάργκαρετ Θάτσερ. Μαζί με τον Ρόναλντ Ρέιγκαν συσχετίστηκαν τη δεκαετία του ΄80 με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που ασπάζεται την επιχειρηματικότητα και τις ελεύθερες αγορές με όσο το δυνατόν χαμηλότερη φορολογία και σχεδόν χωρίς καμία παρέμβαση από το κράτος.
Περίπλοκο το περιβάλλον για τη Μ. Βρετανία
Οικονομικοί αναλυτές, ωστόσο, εκφράζουν τον προβληματισμό τους για τον τρόπο που η νέα βρετανική κυβέρνηση σκοπεύει να παντρέψει αυτήν την ρητορική με τις οικονομικές προκλήσεις αυτής της εποχής. Η περίπτωση της Βρετανίας είναι ακόμη πιο περίπλοκη. Έχει ακόμη αρκετές εκκρεμότητες με την Ε.Ε για το Brexit, εκτός της ενεργειακής κρίσης που πλήττει όλη την Ευρώπη και τη μεγάλη άνοδο του πληθωρισμού.
Με τις σχέσεις της Ευρώπης και της Δύσης με τη Ρωσία να έχουν επιστρέψει σε μια ψυχροπολεμική εποχή, είναι ακόμη άγνωστο το μέγεθος των μέτρων που θα χρειαστούν για να θωρακιστούν οι οικονομίες όσο το δυνατόν καλύτερα και να λειτουργήσουν αποτελεσματικότερα οι αγορές. Η υιοθέτηση μέτρων δεν πρέπει να δεσμεύεται από πολιτικές του παρελθόντος. Όπως διαπιστώνει ο Μάρτιν Γουλφ «το 2019, το ανά ώρα παραγόμενο προϊόν στη Βρετανία ήταν λίγο έως πολύ το ίδιο σε σχέση με τη Γερμανία και τη Γαλλία όσο ήταν το 1979», εξηγώντας πως οι συνολικές επιδόσεις της οικονομίας δεν μεταμορφώθηκαν μόνιμα προς το καλύτερο από τη δεκαετία του ΄80.