THEPOWERGAME
Παρά τους φόβους για ύφεση, οι τιμές του πετρελαίου ενδέχεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα στο μεσοπρόθεσμο μέλλον. Ο αναπτυγμένος κόσμος θα πρέπει να αναπληρώσει το κενό που δημιουργείται από το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, όταν οι υπάρχουσες υποδομές των υπολοίπων πετρελαιοπαραγωγών χωρών δεν επαρκούν για να ανταπεξέλθουν σε αυτή την πρόκληση.
Αρχές Ιουνίου ανακοινώθηκε πως τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπλοκάρουν το 90% του πετρελαίου από τη Ρωσία εντός εξαμήνου και τα πετρελαιοειδή προϊόντα από τη χώρα εντός οκταμήνου. Πριν τον πόλεμο που κήρυξε η Μόσχα στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, η Ευρώπη απορροφούσε σχεδόν το ήμισυ των εξαγωγών από τον πετρελαϊκό κλάδο της Ρωσίας, μιας χώρας που πέρσι αναλογούσε στο 14% της παγκόσμιας προσφοράς. Σήμερα η Ευρώπη αναζητά ανάλογες προμήθειες από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες.
Αλλά οι συνθήκες δεν είναι ιδανικές. Η πρωτοφανής οικονομική κρίση που προκλήθηκε προ διετίας από την πανδημία της νόσου Covid-19 και έπειτα η αποφασιστικότητα των κυβερνήσεων να μειώσουν ταχύτερα τις εκπομπές ρύπων, αποθάρρυναν επενδύσεις που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγής.
Μετά επήλθε ο πόλεμος στην Ουκρανία που οδήγησε σε μια ολική ρήξη των σχέσεων της Δύσης με τη Ρωσία. Ως εκ τούτου, η Ευρώπη δεν θα μπορεί να στηρίζεται στον ενεργειακό κλάδο της Ρωσίας. Δεν είναι μόνον οι κυρώσεις της Ε.Ε. αλλά και τα αντίποινα της Μόσχας που αναγκάζουν π.χ. τη Γερμανία να επιστρέφει έστω και προσωρινά στον άνθρακα.
Ο ΟΠΕΚ+, όπου συμμετέχει και το Κρεμλίνο, προχωρά σε αύξηση της ημερήσιας παραγωγής αλλά βαθμιαία ύστερα από το πάθημα της δραματικής πτώσης της ζήτησης στα πρώτα κύματα της πανδημίας. Εκτός αυτού, αρκετά κράτη-μέλη του οργανισμού αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στη ζήτηση, με την παραγωγική τους ικανότητα ήδη να «χτυπά κόκκινο».
«Το πρόβλημα σε αυτή τη φάση πηγάζει από την πλευρά της προσφοράς. Ακόμη και αν υπάρξει ύφεση μπορεί οι τιμές να μην υποχωρήσουν αισθητά στα πρατήρια» σχολιάζει ο Ματ Σμιθ, στέλεχος στην εταιρεία αναλύσεων Kpler, στο ειδησεογραφικό δίκτυο του CNN. Η αμερικανική υπηρεσία ενέργειας (EIA) προβλέπει πως η τιμή του αργού θα κινηθεί, κατά μέσον όρο, στα 102,47 δολάρια το βαρέλι το 2022, αφού προσέγγισε τα 120 δολάρια στις αρχές Μαρτίου και Ιουνίου. Παρομοίως, υπολογίζει πως η τιμή του Μπρεντ στο Λονδίνο θα κινηθεί στα 107,37 δολάρια το βαρέλι, κατά μέσον όρο, το 2022 αντί περίπου των 125 δολαρίων που επίσης σημειώθηκαν τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου και του Ιουνίου.
Μικρή υποχώρηση των τιμών εξαιτίας εξαγωγών από τη Ρωσία σε Κίνα και Ινδία
Μερίδα αναλυτών, ωστόσο, επισημαίνει πως οι τιμές του πετρελαίου έχουν εξασθενίσει τελευταία επειδή αυξήθηκαν οι αποστολές φορτίων από τη Ρωσία στην Ινδία και την Κίνα, δυο χώρες που δεν έχουν καταδικάσει επίσημα τον πόλεμο που κήρυξε η Μόσχα στην Ουκρανία. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Πεκίνου, παραδείγματος χάριν, οι εισαγωγές πετρελαίου της Κίνας από τη Ρωσία αυξήθηκαν κατά 28% τον Μάιο από τον Απρίλιο, φθάνοντας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Η Ρωσία θεωρείται σήμερα ο μεγαλύτερος προμηθευτής της Κίνας, ξεπερνώντας τη Σαουδική Αραβία. Παρόλα αυτά, η παγκόσμια προσφορά δεν θα μπορεί να ικανοποιήσει τη ζήτηση ακόμη και εντός του 2023, προειδοποίησε η ΙΕΑ στην έκθεση του Ιουνίου.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η μετριοπαθής αύξηση της παραγωγής του ΟΠΕΚ
Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Ρωσία μείωσε την ημερήσια παραγωγή της σχεδόν κατά ένα εκατομμύρια βαρέλια και μπορεί περιοριστεί περαιτέρω στα τρία εκατ. βαρέλια μέσα στο 2ο εξάμηνο του 2022 λόγω των δυτικών κυρώσεων, υπολογίζει η ΙΕΑ. Από την πλευρά του, ο ΟΠΕΚ+ συναίνεσε αρχές Ιουνίου σε μια αύξηση της ημερήσιας παραγωγής κατά 648.000 βαρέλια, δηλαδή 200.000 βαρέλια παραπάνω από αυτά που είχαν συμφωνηθεί, για τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.
Αν και ο Λευκός Οίκος επιδοκίμασε τότε την απόφαση των πετρελαιοπαραγωγών κρατών, αναλυτές της αγοράς θεώρησαν πως η κίνηση αυτή είναι περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική. Σήμερα, οι τιμές της βενζίνης εξακολουθούν να κινούνται σε υψηλά επίπεδα και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, έχοντας αναρριχηθεί πάνω από 44% από τις αρχές του έτους, με αποτέλεσμα να προκαλούν μια σειρά οικονομικών και πολιτικών αντιδράσεων στις χώρες, καθώς οι πολίτες δυσανασχετούν με την ακρίβεια στα καύσιμα και την ενέργεια.