THEPOWERGAME
Το αποτύπωμα των κυρώσεων της Δύσης αρχίζει να γίνεται ορατό στην οικονομία, αλλά και τις ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας. Παρατηρούνται μεγάλες ελλείψεις τσιπ σε αρκετούς κλάδους, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτη η ολοκλήρωση της παραγωγής αυτοκινήτων, οικιακών συσκευών και στρατιωτικού εξοπλισμού. Η Ρωσία δεν μπορεί ούτε να εισάγει βασικό τεχνολογικό εξοπλισμό από σέρβερ έως υπολογιστές και iPhone. Παράγοντες του τεχνολογικού κλάδου κάνουν λόγο για την εξάλειψη ολόκληρων αλυσίδων εφοδιασμού της Ρωσίας στην τεχνολογία, με κίνδυνο να μείνει η χώρα στάσιμη σε μια εποχή που οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι ταχύρρυθμες.
Η πλειοψηφία των μεγαλύτερων εταιρειών παραγωγής τσιπ στον κόσμο έχουν παύσει κάθε δραστηριότητα και συναλλαγή με τη Ρωσία ύστερα από την απαγόρευση των εξαγωγών τσιπ που κατασκευάζονται ή σχεδιάζονται από τη Δύση. Σε αυτές τις εταιρίες περιλαμβάνονται κολοσσοί όπως οι Intel, Samsung και Qualcomm. Πάνω από 30 χώρες έχουν επιβάλει κυρώσεις σε εξαγωγές προς τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας.
Η Ρωσία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές
Η στέρηση τεχνολογικού εξοπλισμού στη Ρωσία επιδεινώθηκε από την απόφαση της Ταϊβάν να συμπορευτεί άμεσα με τις κυρώσεις της Δύσης και μάλιστα από τις πρώτες ημέρες της εισβολής της Μόσχας στην Ουκρανία. Αυτή η απόφαση μπλόκαρε εκ των πραγμάτων τις εξαγωγές της TSMC, η οποία είναι μια από τις ισχυρότερες εταιρείες στην παραγωγή προηγμένων τσιπ ανά τον κόσμο. Μάλιστα, η TSMC είχε επισημάνει πως «η εταιρεία διαθέτει ένα σχολαστικό σύστημα για τον έλεγχο των εξαγωγών, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης για το εάν εφαρμόζονται οι περιορισμοί».
«Η Ρωσία παράγει έναν ασήμαντο αριθμό τσιπ και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές» είχε πει ο Ατζίτ Μανόχα, επικεφαλής της αμερικανικής ένωσης κατασκευαστών τσιπ SEMI στις αρχές Μαρτίου. Από το πρώτο πακέτο κυρώσεων των ΗΠΑ εις βάρος της Ρωσίας συμπεριλαμβάνονταν τα συστήματα ημιεπεξεργαστών και τηλεπικοινωνιών που χρησιμοποιούνται από τον αμυντικό, ναυτιλιακό και αεροδιαστημικό κλάδο της Ρωσίας εκτός της ευρύτερης οικονομίας.
Οι περιορισμοί στις εξαγωγές τεχνολογικού εξοπλισμού που έχει «διπλή χρήση», δηλαδή στην οικονομία και την άμυνα, θα έχει μόνιμες επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία. Παραδείγματος χάριν δυσχεραίνεται η πρόσβαση στα δίκτυα πέμπτης γενιάς (5G) ή στο cloud computing, δημιουργώντας εμπόδια στην εύρυθμη λειτουργία διαφορετικών εταιρειών έως και τραπεζών. Οικονομικοί αναλυτές προβλέπουν πως οι δυτικές κυρώσεις θα προκαλέσουν τη συρρίκνωση της ρωσικής οικονομίας έως και 15% εντός του τρέχοντος έτους. Αν και η χώρα απορροφά λιγότερο από το 1% των ημιαγωγών που παράγονται παγκοσμίως, το μέγιστο των εισαγωγών προέρχονται από την Κίνα, τις ΗΠΑ, την Ταϊβάν και τη Γερμανία. Εγχώριες εταιρείες τεχνολογίας, όπως η JSC Mikron, MCST και Baikal Electronics εξαρτώνται από τους ημιαγωγούς ή τσιπ των κατασκευαστών του εξωτερικού.
Φιλόδοξη ατζέντα
Παραμένει αβέβαιο σε ποιο βαθμό προτίθεται η Κίνα να αναπληρώσει αυτό το κενό. Από τη μια πλευρά, το Πεκίνο έχει τηρήσει ουδέτερη στάση απέναντι στον πόλεμο που έχει κηρύξει η Ρωσία στην Ουκρανία σε αντίθεση με τη κατακραυγή της διεθνούς κοινότητας. Έτσι διατηρεί, επίσης, ανοικτή την πόρτα σε προμήθειες φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία αντί χαμηλότερου τιμήματος. Από την άλλη πλευρά, όμως, η Κίνα έχει μια φιλόδοξη ατζέντα για την ανάπτυξη του τεχνολογικού κλάδου στο πλαίσιο ενός σκληρού ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2020 που παραθέτει η Wall Street Journal, οι εξαγωγές ημιαγωγών της Κίνας στη Ρωσία προσεγγίζουν το μισό δισ. δολάρια και της Ταϊβάν τα 211 εκατ. δολάρια. «Ορισμένες εταιρείες στρέφονται σε προμήθειες από το Κάζακσταν» σχολιάζει η Κάρεν Καζαριάν, επικεφαλής του Ινστιτούτου Ερευνών του Διαδικτύου στη Μόσχα, στους Financial Times. Προσθέτει πως ορισμένες εταιρείες από την Κίνα προθυμοποιούνται να παρέχουν τεχνολογικό εξοπλισμό, ενώ υπάρχουν επίσης επιλογές μέσω τρίτων χωρών.