THEPOWERGAME
Οι άνθρωποι που μολύνονται από τον κορονοϊό μετά τον εμβολιασμό τους μπορούν να εμφανίσουν επίμονα συμπτώματα μακράς COVID-19 ακόμη και έξι μήνες μετά τη διάγνωση της νόσου, έστω κι αν αυτή ήταν ήπια (χάρη και στο εμβόλιο), σύμφωνα με μία νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική μελέτη. Αυτά τα μακρόχρονα συμπτώματα μπορεί να επηρεάζουν την καρδιά, τον εγκέφαλο, τους πνεύμονες και άλλα μέρη του σώματος.
Ο κίνδυνος μακρόχρονης COVID-19 ή θανάτου εξαιτίας της νόσου είναι μικρότερος κατά 15% και 34% αντίστοιχα στους εμβολιασμένους σε σχέση με τους ανεμβολίαστους, αλλά είναι κατά 27% και 2,5 φορές μεγαλύτερος αντίστοιχα σε σχέση με όσους αρρωσταίνουν με εποχική γρίπη.
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την έρευνα, τα εμβόλια μειώνουν κατά 49% και 56% αντίστοιχα τους κινδύνους για μερικές σοβαρές διαταραχές της μακράς COVID-19, συγκεκριμένα των πνευμόνων και της θρόμβωσης του αίματος. Επίσης, ο κίνδυνος μακράς COVID-19 είναι 17% μεγαλύτερος μεταξύ των ανοσοκατασταλμένων εμβολιασμένων που μετά κόλλησαν κορονοϊό, σε σχέση με τους υγιείς που αρρώστησαν με COVI-19 μετά τον εμβολιασμό τους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον κλινικό επιδημιολόγο δρα Ζιγιάντ Αλ-Άλι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον του Σεντ Λούις, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Nature Medicine», μελέτησαν στοιχεία για 13,3 εκατομμύρια ανθρώπους. Από αυτούς, οι 113.474 ήταν ανεμβολίαστοι, ενώ σχεδόν 34.000 είχαν εμβολιαστεί κατά του κορονοϊού (με δύο δόσεις Pfizer/BioNTEch ή Moderna) αλλά μετά είχαν διαγνωστεί με COVID-19.
Υψηλότερος κίνδυνος θανάτου για τους εμβολιασμένους
Υπολογίστηκε ότι οι εμβολιασμένοι που στη συνέχεια μολύνθηκαν από τον κορονοϊό έχουν υψηλότερο κίνδυνο θανάτου (13,4 έξτρα θάνατοι ανά 1.000 άτομα), καθώς και εμφάνισης συμπτωμάτων μακράς COVID-19, όπως αναπνευστικών και καρδιαγγειακών διαταραχών (122 περισσότεροι άνθρωποι ανά 1.000), σε σύγκριση με εκείνους που ποτέ δεν διαγνώστηκαν θετικοί στον κορονοϊό.
Από την άλλη, κατά τις πρώτες 30 ημέρες μετά τη διάγνωση COVID-19, οι πλήρως εμβολιασμένοι είχαν, σε σχέση με τους ανεμβολίαστους που επίσης είχαν μολυνθεί από τον κορονοϊό, 11 λιγότερους θανάτους ανά 1.000 άτομα και 43 λιγότερους ανθρώπους με τουλάχιστον ένα σύμπτωμα της νόσου.
Επίσης, σε σύγκριση με όσους νοσηλεύθηκαν λόγω εποχικής γρίπης, οι εμβολιασμένοι που νοσηλεύθηκαν στη συνέχεια λόγω λοίμωξης COVID-19 είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου (44 έξτρα θάνατοι ανά 1.000 άτομα) και μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης συμπτωμάτων μακράς COVID-19 (88 έξτρα ασθενείς ανά 1.000 άτομα).
«Οι εμβολιασμοί παραμένουν κρίσιμα σημαντικοί στη μάχη κατά της COVID-19, καθώς μειώνουν τον κίνδυνο νοσηλείας και θανάτου από τη νόσο. Όμως, τα εμβόλια φαίνεται πως παρέχουν μόνο μέτρια προστασία κατά της μακράς COVID-19. Γι’ αυτό οι εμβολιασμένοι άνθρωποι που αναρρώνουν από λοίμωξη COVID-19 πρέπει να συνεχίσουν να παρακολουθούν την υγεία τους και να βλέπουν γιατρό, αν τα επίμονα συμπτώματα καθιστούν δύσκολες τις καθημερινές δραστηριότητές τους», ανέφερε ο δρ Αλ-Άλι.
«Ανάγκη να αναπτύξουμε στρατηγικές ανιμετώπισης»
«Τώρα, που κατανοούμε ότι η COVID-19 μπορεί να έχει παρατεταμένες συνέπειες για την υγεία ακόμη και μεταξύ των εμβολιασμένων, είναι ανάγκη να αναπτύξουμε στρατηγικές αντιμετώπισης που να μπορούν να εφαρμοστούν σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, καθώς η COVID-19 δεν διαφαίνεται ότι θα εξαφανιστεί σύντομα, με στόχο να μειωθεί ο κίνδυνος της μακράς Covid-19», πρόσθεσε.
Ο ίδιος τόνισε πως «η λοίμωξη COVID-19 φαίνεται πια σχεδόν αναπόφευκτη ακόμη και στους εμβολιασμένους ανθρώπους. Ας πούμε ότι ο κορονοϊός SARs-CoV-2 βρίσκεται εδώ για δέκα χρόνια. Οι άνθρωποι θα αρρωσταίνουν και είναι ήδη κουρασμένοι με τις μάσκες και την κοινωνική αποστασιοποίηση. Γι’ αυτό, απλούστατα, δεν είναι εφικτό να τους ζητήσουμε να συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο. Πρέπει να βρούμε έξτρα στρώματα προστασίας που θα επιτρέπουν την επιστροφή της κανονικής ζωής και τη συνύπαρξη με τον ιό. Τα σημερινά εμβόλια αποτελούν μόνο μέρος της λύσης».
Μεταξύ άλλων πρόσθετων μέτρων, οι ερευνητές προσβλέπουν στη μελλοντική χρήση ρινικών εμβολίων που είναι πιο βολικά ή και πιο ισχυρά σε σχέση με τα σημερινά εμβόλια, καθώς και σε άλλα φάρμακα που θα ελαχιστοποιούν τους κινδύνους της μακρόχρονης COVID-19.