THEPOWERGAME
Αν και οι γεωπολιτικές εντάσεις στην ανατολική Ευρώπη έχουν αυξηθεί εδώ και χρόνια, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία σηματοδοτεί μια τεράστια αλλαγή στην ευρωπαϊκή ασφάλεια μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όπως σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης Moody’s. Σε νέα έκθεσή του εξετάζει την ευπάθεια των ευρωπαϊκών χωρών σε αυτούς τους αυξημένους κινδύνους ασφάλειας και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις, εάν υπάρχουν, μιας πιθανής αύξησης των αμυντικών δαπανών ως απάντηση. Η Ελλάδα, όπως επισημαίνει, αποτελεί τη μεγάλη εξαίρεση.
Ποιες χώρες της ΕΕ είναι πιο ευάλωτες σε μια ξαφνική υλοποίηση αυτού του γεωπολιτικού κινδύνου; Οι Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία και Φινλανδία είναι οι πιο ευάλωτες σύμφωνα με τον οίκο, λόγω είτε
- των κοινών συνόρων με τη Ρωσία,
- των γεωγραφικών και στρατηγικών θέσεων σε σχέση με το Καλίνινγκραντ ή την Αγία Πετρούπολη, του ότι είναι πρώην μέλη της Ενωμένης Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Δημοκρατίας (ΕΣΣΔ) ή της Ρωσικής αυτοκρατορίας,
- της παρουσίας σε αυτές εθνικών ρωσικών μειονοτήτων. και/ή
- του ότι είναι ή δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Αν και αυτό δεν είναι το βασικό σενάριο του οίκου, τα πρόσφατα γεγονότα αύξησαν σαφώς τον κίνδυνο εξάπλωσης στην Ε.Ε της ένοπλης σύγκρουσης με τη Ρωσία.
Θα έχει επιπτώσεις στη δημοσιονομική της δύναμη η ανακοίνωση της Γερμανίας για σημαντική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών; Η Γερμανία σχεδιάζει να δαπανήσει 100 δισεκατομμύρια ευρώ τα επόμενα χρόνια για να αντιστρέψει τις ελλιπείς επενδύσεις δεκαετιών και να τη βοηθήσει να υπερβεί το 2% του ΑΕΠ της κατευθυντήριας γραμμής δαπανών του ΝΑΤΟ. Η πρόσθετη δαπάνη θα αυξήσει σύμφωνα με την Moody’s τον δανεισμό της κυβέρνησης, και θα αυξήσει τον δείκτη χρέους/ΑΕΠ κατά περίπου 2,5%. Ωστόσο, οι πρόσθετες δαπάνες που σχετίζονται με την γεωπολιτική κρίση και η βραδύτερη οικονομική ανάπτυξη είναι πιο σημαντικοί «μοχλοί» της αύξησης του χρέους της γερμανικής κυβέρνησης σε λίγο κάτω από το 70% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια.
Είναι πιθανό να ακολουθήσουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες τη Γερμανίας, και θα μπορούσε αυτό να έχει πιστωτικές επιπτώσεις;
Όπως η Γερμανία, οι περισσότερες χώρες της ΕΕ εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ για να ενισχύσουν τη στρατιωτική τους άμυνα και θα δεχτούν πίεση να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες ως αποτέλεσμα, όπως σημειώνει ο οίκος. Αυτές οι πιέσεις θα είναι ιδιαίτερα έντονες για εκείνες τις χώρες που σήμερα κινούνται κάτω από τη δέσμευση δαπανών του ΝΑΤΟ του 2% του ΑΕΠ, και θα αποτελέσουν αντίθετους ανέμους στη δημοσιονομική εξυγίανση και τη μείωση του χρέους.
Δεδομένων των ήδη αυξημένων επιπέδων χρέους τους και της διαφοράς τους με τον στόχο του 2%, οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι θα ήταν μεγαλύτεροι για την Ιταλία, την Ισπανία, το Βέλγιο και την Πορτογαλία εάν ακολουθήσουν το παράδειγμα της Γερμανίας, όπως εκτιμά η Moody’s, προσθέτοντας πως οι υπερχρεωμένες χώρες της ΕΕ συχνά υπολείπονται των δεσμεύσεών τους για τις δαπάνες του ΝΑΤΟ, με εξαίρεση την Ελλάδα, που ξεπερνούν το 2% του ΑΕΠ.
Για τις υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και το Βέλγιο, των οποίων το μερίδιο των δαπανών προσωπικού είναι υψηλότερο από το 55% των στρατιωτικών δαπανών, αυτό μπορεί να συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερο βαθμό υποεπένδυσης, προσθέτει ο οίκος. Επιπλέον, καθώς οι στρατιωτικές τους δαπάνες είναι σημαντικά χαμηλότερες από το στόχο του 2% του ΑΕΠ, οι πρόσθετες στρατιωτικές δαπάνες θα δημιουργήσουν περαιτέρω αντίθετους κινδύνους στα δημοσιονομικά τους. Στην ανάλυσή της η Moody’s υποθέτει ότι οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες θα οδηγήσουν σε επέκταση της δημοσιονομικής πολιτικής περίπου 0,2-0,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος του 2% (και τα επόμενα χρόνια να τηρηθεί ο στόχος του 2%). Με βάση αυτή την υπόθεση της σταδιακής αύξησης των στρατιωτικών δαπανών, προβλέπει ότι η Ιταλία, η Ισπανία και το Βέλγιο θα έχουν επίπεδα χρέους περίπου 2,5% του ΑΕΠ υψηλότερα τα επόμενα χρόνια, σε σύγκριση με το βασικό σενάριο, χωρίς δηλαδή πρόσθετες στρατιωτικές δαπάνες. Φυσικά, η οικονομική ανάπτυξη και άλλες αποφάσεις δημοσιονομικής πολιτικής θα διαδραματίσουν επίσης σημαντικό ρόλο στην ώθηση της δυναμικής του χρέους τα επόμενα χρόνια, καταλήγει ο οίκος.