THEPOWERGAME
Πώς θα διαμορφωθεί το οικονομικό τοπίο στη Γερμανία μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές αυτής της Κυριακής; Οι προτεραιότητες και η ατζέντα της ισχυρότερης οικονομίας στην Ευρωζώνη δύσκολα αλλάζουν από μια κυβέρνηση στην άλλη. Εντούτοις το μετεκλογικό Βερολίνο θα έρθει αντιμέτωπο με μια εσωτερική συζήτηση για το «φρένο χρέους», την προθυμία των Ευρωπαίων εταίρων να υπάρξει μια αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και την προφανή αλλαγή του κλίματος ανάμεσα στη Δύση και την Κίνα. Σε αυτό το σκηνικό δεν μπορεί να παραλείψει κανείς το αυξανόμενο κόστος ενέργειας.
Στο εσωτερικό της χώρας έχει προϋπάρξει μια έστω και προσωρινή αλλαγή του δόγματος της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας λόγω της αδιαμφισβήτητης ανάγκης να προστατευθούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά από την πανδημική κρίση της νόσου Covid-19. Το περσινό έτος τερμάτισε τους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς που ίσχυαν την προηγούμενη εξαετία, με τη Γερμανία να δανείζεται επιπλέον 370 δισ ευρώ το 2020 και το 2021. «Η δημοσιονομική πολιτική είναι το πραγματικό ζήτημα που θα απασχολήσει όχι μόνον την επόμενη κυβέρνηση στη Γερμανία αλλά και την Ε.Ε», επισημαίνουν οι οικονομικοί αναλυτές της Allianz.
Φρένο Χρέους και Δημοσιονομικοί κανόνες των Βρυξελλών
O Όλαφ Σολτς, υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και επικρατέστερος διάδοχος της Άνγκελα Μέρκελ ως υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), απέρριψε κάθε σενάριο για την μόνιμη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης ή ολόκληρη την Ευρωζώνη. Από τη μια πλευρά, τάσσεται υπέρ της αύξησης των δημοσίων δαπανών μέσα στο 2022 -επί τρίτο διαδοχικό έτος. Από την άλλη έχει τονίσει πως θα πρέπει το 2023 να επανέλθει το «φρένο χρέους», το οποίο ενσωματώθηκε στο γερμανικό σύνταγμα το 2009 για να μπει όριο σε κάθε νέο δανεισμό της χώρας έως το 0,35% του ΑΕΠ.
Οι Πράσινοι της Αναλένα Μπέρμποκ, ένα κόμμα που εκτιμάται πως θα έχει ισχυρή θέση σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό, είναι οι μοναδικοί από το γερμανικό κοινοβούλιο που προτείνουν τη μεταρρύθμιση του φρένου χρέους έτσι ώστε να επενδυθούν 500 δισ ευρώ εντός της επόμενης δεκαετίας για τον εκμηδενισμό των εκπομπών ρύπων. Καθώς οι μεγάλες πλημμύρες του καλοκαιριού έχουν αφυπνίσει την κοινωνική συνείδηση για τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, η Goldman Sachs διαβλέπει πως μια συμμαχία SPD, Πρασίνων και Φιλελεύθερων θα οδηγήσει σε αύξηση του δημόσιου χρέους της Γερμανίας κατά 75 δισ ευρώ μέσα στην επόμενη τετραετία.
Θεωρητικά οι δημοσιονομικοί κανόνες των Βρυξελλών αναμένεται να ενεργοποιηθούν εκ νέου μέσα στο 2023 αφού ανεστάλησαν λόγω της πανδημικής κρίσης του ιού SARS-CoV-2. Ούτως ή άλλως, το δημόσιο χρέος αρκετών κρατών-μελών ξεπέρασε και το 100% του ΑΕΠ εξαιτίας των απροσδόκητα υψηλών δαπανών. Αν και μια συζήτηση μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων θα εκλαμβάνονταν ως ένα φυσικό συνεπακόλουθο της πανδημικής κρίσης προκειμένου να υπάρξει μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία στο μέλλον, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τοΒερολίνο να γίνεται ένας πρόθυμος συνομιλητής επί του θέματος.
Κόστος Ενέργειας και Κίνα απαιτούν λεπτές γεωπολιτικές ισορροπίες
Το Βερολίνο μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη βρίσκεται ενώπιον μιας μεγάλης αύξησης στο κόστος ενέργειας που συνδέεται με τη μείωση των ροών από τη Ρωσία, την ισχυρή ζήτηση από την Ασία και τις πιέσεις για τη μείωση των εκπομπών ρύπων. Παράλληλα η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να διαχειριστεί την επιφυλακτικότητα της διεθνούς κοινότητας απέναντι στην Κίνα, η οποία αποτέλεσε κινητήριο δύναμη για τις γερμανικές εξαγωγές κατά τη διάρκεια της 16ετούς διακυβέρνησης της καγκελαρίου, Άγκελα Μέρκελ.
Περίπου 310.000 νοικοκυριά στη Γερμανία θα πρέπει να καλύψουν μια άμεση αύξηση της τάξεως του 11,5% στους λογαριασμούς φυσικού αερίου, ενώ οι τιμές στη χονδρική αγορά κινούνται σε επίπεδα 74% υψηλότερα από τον μέσον όρο του 2018-20. Εκτός της τρέχουσας συγκυρίας, οικονομικοί αναλυτές τονίζουν πως οι Γερμανοί επωμίζονται ορισμένες από τις υψηλότερες τιμές στην ενέργεια επειδή η Άνγκελα Μέρκελ άσκησε πιέσεις για το κλείσιμο πυρηνικών εργοστασίων χωρίς να έχει επεκτείνει επαρκώς το δίκτυο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το ζήτημα του αγωγού Nord Stream 2 είναι επίσης ακανθώδες με τη ρωσική Gazprom να αναμένει την τελική έγκριση από το Βερολίνο για τη λειτουργία του νέου δικτύου.
Εκτός των άλλων, η μετεκλογική Γερμανία καλείται να θωρακίσει τους δεσμούς με τις ΗΠΑ σε ένα μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον. Και αυτό μπορεί να εκθέσει τις οικονομικές σχέσεις της με την Κίνα. Η καταρχήν επενδυτική συμφωνία που υπεγράφη ανάμεσα στην Κίνα και την Ε.Ε πέρσι τον Δεκέμβριο αποδόθηκε στον υπερβάλλοντα ζήλο του Βερολίνου, αλλά προκάλεσε τη δυσάρεστη έκπληξη της Ουάσινγκτον.
Λέγεται, μάλιστα, πως η απότομη ματαίωση της παραγγελίας γαλλικών υποβρυχίων από την Αυστραλία ως συνεπακόλουθο της τριμερούς στρατηγικής συνεργασίας Καμπέρα-Ουάσινγκτον-Λονδίνου (AUKUS) που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα χρησιμεύει και ως έμμεσο μήνυμα στο Βερολίνο. Οι ΗΠΑ, ουσιαστικά, διαμηνύουν στη Γερμανία πως δεν θα πρέπει να αγνοεί τις ανησυχίες τους για τη διεύρυνση της σφαίρας επιρροής του Πεκίνου.