Ανοιχτό είναι το ενδεχόμενο «διευκόλυνσης» 500.000 μικρομεσαίων επιχειρήσεων με οφειλές προς τον ΕΦΚΑ μέχρι 10.000 ευρώ, ποσό το οποίο δεν μπορεί να μπει ούτε στον εξωδικαστικό μηχανισμό, με περισσότερες από 24 δόσεις. Προς αυτήν την κατεύθυνση συζητούνται οι 72 ή 120 δόσεις, προκειμένου να αποφύγουν τον «βραχνά» της έλλειψης ρευστότητας.
Το μέτρο ενδέχεται να συνδυαστεί με περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, κάτι που έχει αφήσει ανοιχτό ο υπουργός Οικονομικών. Επίσης, εξετάζεται και μια συνολική αναθεώρηση του αδειοδοτικού πλαισίου, ώστε οι επιχειρήσεις να αποκτήσουν μεγαλύτερη ευελιξία.
Έρευνα του ΒΕΑ κατέγραψε ότι έξι στις 10 επιχειρήσεις προχώρησαν σε αύξηση της τιμής των προϊόντων ή των υπηρεσιών τους τελευταίους 12 μήνες, λόγω του αυξημένου κόστους λειτουργίας, ενώ την ίδια στιγμή περίπου 8 στις 10 δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην πληρωμή των οφειλών τους.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΒΕΑ, Κωσταντίνο Δαμίγο, το όφελος από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία μονάδα είναι πολύ μικρό, σύμφωνα με τα μέλη του Επιμελητηρίου, ενώ το 70% ανησυχεί από αρκετά έως πολύ για τις προοπτικές βιωσιμότητας της επιχείρησής τους.
Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας ζητάει για άλλη μια φορά από την κυβέρνηση να λάβει σοβαρά υπόψη τα αποτελέσματα της έρευνας και να προχωρήσει άμεσα σε νέες παρεμβάσεις για την αλλαγή του φορολογικού καθεστώτος, την επαναφορά ρύθμισης οφειλών, ειδικά για οφειλές έως 10.000 ευρώ, την περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία μονάδα έως το 2027, αλλά και την αδειοδότηση βιοτεχνικών κλάδων και τεχνικών επαγγελμάτων.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι ατομικές επιχειρήσεις είναι αυτές που πλήττονται περισσότερο, με το 59,8% να εκτιμά ότι η κατάσταση θα δυσκολέψει ακόμα περισσότερο. Στις κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις τα πράγματα είναι κάπως πιο ισορροπημένα, με το 51% να προσδοκά μια καλύτερη πορεία.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι ξεκάθαρα. Η βαριά φορολογία (77,1%) αποτελεί το βασικό εμπόδιο, ενώ ακολουθεί το κόστος ενέργειας (34,7%), που συμπιέζει τα περιθώρια κέρδους. Το 27,5% των επαγγελματιών επισημαίνει την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, ενώ η πρόσβαση σε χρηματοδότηση (17,3%) και ο εκσυγχρονισμός των υποδομών (6%) παραμένουν δυσεπίλυτα ζητήματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ΒΕΑ, σε συνεργασία με τη ΓΣΕΒΕΕ, προωθεί νομοθετική ρύθμιση για την αδειοδότηση δεκάδων βιοτεχνικών και χειροτεχνικών επαγγελμάτων, προκειμένου να διευκολύνει τη δραστηριότητα κλάδων όπως οι βιοτέχνες αλουμινίου, οι ιδιοκτήτες στεγνοκαθαριστηρίων και οι κατασκευαστές υαλοπινάκων.
Ανά κλάδο οι προδιαγραφές και τα κριτήρια
Ο κάθε κλάδος θα βάλει τις δικές του προδιαγραφές και κριτήρια για την αδειοδότηση και πιστοποίηση, η οποία γίνεται μέσω του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΕΟΠΠΕΠ), και κατά περίπτωση θα εκδίδεται ΚΥΑ για την αδειοδότηση βιοτεχνικών επαγγελμάτων. Αυτά εκτείνονται σ’ ένα ευρύ φάσμα, από επαγγελματίες που τοποθετούν τέντες, αλουμίνια, τζάμια κ.λπ., μέχρι αρτοποιούς και βιοτέχνες ενδυμάτων. Ενώ θα υπάρχουν διαφορετικά κριτήρια για όλους όσοι ασκούν ήδη το επάγγελμα προκειμένου να πάρουν την πιστοποίηση.
Κρίσιμος είναι ο ρόλος και της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις θα αναβαθμιστεί η δημόσια επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση με τη χορήγηση επαγγελματικών δικαιωμάτων βασισμένων στην ύπαρξη επαγγελματικών αδειών στους αποφοίτους των αντίστοιχων ειδικοτήτων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Πρόκειται στην πραγματικότητα για αναβίωση της αίγλης που είχαν παλαιότερα οι τεχνικές σχολές μαθητείας.
Τι ψάχνουν οι εργοδότες
Αλλά και οι ίδιοι οι εργοδότες επιδιώκουν την αυτo-επιμόρφωσή τους, προκειμένου να μπορούν να ανταποκρίνονται σε ένα μεταβαλλόμενο οικονομικό και τεχνολογικό περιβάλλον. Εντούτοις, επισημαίνουν ότι η αναντιστοιχία δεξιοτήτων πηγάζει εν μέρει από ένα χάσμα μεταξύ του κόσμου της εκπαίδευσης και του επιχειρηματικού κόσμου.
Αυτές οι γενικότερες στάσεις και συνιστώσες διαφαίνονται και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται και τα προγράμματα μαθητείας, πρακτικής άσκησης ή απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας σπουδαστών. Ενίοτε, όπως προέκυψε από τα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας, τα σχετικά προγράμματα αξιοποιούνται, όχι μόνο με στόχο να δοθούν ευκαιρίες απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, αλλά και επειδή θεωρείται ότι είναι ένας τρόπος εύρεσης εργατικού δυναμικού με τις ζητούμενες δεξιότητες.