THEPOWERGAME
Ο κατώτατος μισθός θα φτάσει στα 950 ευρώ το 2027, ενώ ο μέσος στα 1.500 ευρώ, σύμφωνα με όσα εξήγγειλε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, από το βήμα της Βουλής.
Συγκεκριμένα, «η κυβέρνηση δεσμεύθηκε πριν από τις εκλογές του 2023 ότι ο κατώτατος μισθός το 2027 θα φτάσει τα 950 ευρώ και αυτήν την δέσμευσή μας θα την τηρήσουμε στο ακέραιο. Μιλάμε για μια συνολική αύξηση 46%», τόνισε ο πρωθυπουργός.
Ειδικότερα, παρέμβαση πραγματοποίησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της συζήτησης για το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τίτλο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (Ε.Ε.) 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Αναπροσαρμογή μισθών προσωπικού δημοσίου τομέα – Ρυθμίσεις για τον καθορισμό κατώτατου μισθού για τα έτη 2025, 2026 και 2027».
Ο πρωθυπουργός διευκρίνισε ότι: «ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα όταν γίναμε κυβέρνηση ήταν 650 ευρώ, την τελευταία 5ετία το ποσό αυτό αυξήθηκε στα 830 ευρώ, συμπαρασύροντας προς τα πάνω, τις τριετίες και τα επιδόματα που συνδέονται με αυτόν».
Κατώτατος μισθός: Η ομιλία του πρωθυπουργού στη Βουλή
Το νομοσχέδιο το οποίο συζητούμε σήμερα μπορεί να έχει το χαρακτήρα μιας τεχνικής προσαρμογής σε μια Ευρωπαϊκή Οδηγία.
Πιστεύω, όμως, ότι αποτελεί μια πολύ σημαντική αλλαγή στην αγορά εργασίας και μια τολμηρή θα έλεγα τομή στην εξέλιξή της, με θεμέλιο τον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού. Την βάση δηλαδή των αποδοχών που στο εξής, από το 2027 και μετά, για να ακριβολογώ, θα ακολουθούν μόνο ανοδική πορεία, στηριγμένες μάλιστα σε ένα αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού που θα καλύπτει τον ετήσιο πληθωρισμό, αλλά θα λαμβάνει προφανώς υπόψη και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Ουσιαστικά το νομοσχέδιο αυτό κλείνει οριστικά μια πολύ δύσκολη εποχή για τη χώρα, την εποχή των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις και κάνει ένα σημαντικό βήμα, ώστε η βασική αμοιβή, ο 100% να μην συνιστά απλώς ένα μέσο επιβίωσης, αλλά την αρχή ενός ανοδικού κύκλου επαγγελματικής και ατομικής προκοπής.
Γιατί, ας μη γελιόμαστε, από την αρχή της οικονομικής κρίσης, χιλιάδες νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας ήταν από τις πιο αδικημένες κοινωνικά κατηγορίες. Γι’ αυτό άλλωστε και η βελτίωση της θέσης τους ήταν και παραμένει η προτεραιότητά μας.
Να θυμίσω στα έδρανα της αντιπολίτευσης και ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κυβερνούσε έως το 2019, ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, όταν μας εμπιστεύθηκε για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός, ήταν 650 ευρώ. Την τελευταία πενταετία το ποσό αυτό έχει αυξηθεί στα 830 ευρώ. Συμπαρασύροντας προς τα πάνω, προφανώς και τις τριετίες και τα πολλά επιδόματα τα οποία συνδέονται με αυτό. Και όχι μόνο αυτό.
Η κυβέρνηση δεσμεύθηκε πριν από τις εκλογές του 2023 ότι ο κατώτατος μισθός το 2027 θα φτάσει τα 950 ευρώ και αυτήν την δέσμευσή μας θα την τηρήσουμε στο ακέραιο. Μιλάμε για μια συνολική αύξηση 46%.
Και βέβαια εκφράσαμε το 2023 την προσδοκία μας ότι οι συνολικές μας πολιτικές θα οδηγήσουν και στην αύξηση του μέσου μισθού από λίγο παραπάνω από 1.000 ευρώ που ήταν το 2019, στα 1.500 ευρώ. Και εκτιμώ ότι τον στόχο αυτόν όχι μόνο θα τον πετύχουμε αλλά θα τον ξεπεράσουμε.
Και θα ήταν καλό στο σημείο αυτό κυρίες και κύριοι συνάδελφοι επειδή πολλές φορές γίνονται συγκρίσεις με άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες δεν στηρίζονται σε αντικειμενικά δεδομένα να συμφωνήσουμε τουλάχιστον ότι αυτή είναι η εικόνα το λέω κύριε Ανδρουλάκη, κύριε Φάμελλε, υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί για το τι συμβαίνει με τον κατώτερο μισθό στη χώρα μας σε σχέση με όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η Ελλάδα είναι στην ενδέκατη θέση στην Ευρώπη. Δεν είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη, όπως συχνά ισχυρίζονται κάποιοι. Καταθέτω λοιπόν το σχετικό πίνακα στα πρακτικά και αυτό καταδεικνύει ότι οι πολιτικές αυξήσεως του κατώτερου μισθού και στήριξης των πιο αδύναμων εργαζόμενων έχουν επιφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα και ως προς τα συγκριτικά στοιχεία σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Όμως για να μπορεί αυτή η διαρκής αναβάθμιση του εισοδήματος και πέραν του 2027 να μπορεί να συνεχίζεται, το παρόν νομοσχέδιο καθιερώνει δύο απλές αρχές. Ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας δεν μπορεί να μειώνεται παρά μόνο να αυξάνεται και δεύτερον ότι το ακριβές ύψος της αύξησης θα καθορίζεται από ένα αντικειμενικό μηχανισμό ο οποίος θα συμπεριλαμβάνει δύο και πάλι αντικειμενικούς υποδείκτες. Ποιοι είναι αυτοί; Η ανάπτυξη και η παραγωγικότητα της οικονομίας και η ετήσια πορεία του πληθωρισμού.
Γιατί προφανώς νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε ότι αν ο κατώτερος μισθός αυξάνεται με ρυθμούς μεγαλύτερους, πολύ μεγαλύτερους, από αυτή τη φόρμουλα, όπως ενδεχομένως κάποιοι να εισηγούνται ότι αυτό δεν θα ήταν μια πολιτική επιλογή ανώδυνη για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Διότι δεν μπορούμε να βλέπουμε μόνο την αύξηση του μισθού ως ένα σημαντικό εργαλείο βελτίωσης του εισοδήματος των ασθενέστερων εργαζόμενων πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και τις πραγματικές αντοχές των επιχειρήσεων. Και επειδή μέχρι σήμερα η ελληνική οικονομία έχει αποδείξει ότι μπορεί να δημιουργεί θέσεις εργασίας να αποκλιμακώνει την ανεργία η οποία ειρήσθω εν παρόδω έφτασε σχεδόν στο 9% από πάνω από 17% που ήταν όταν ήρθαμε στα πράγματα αυξάνοντας ταυτόχρονα τον κράτος το μισθό είναι πολύ σημαντικό αυτό το μείγμα πολιτικής να μπορεί να συνεχιστεί.
Και βέβαια θέλω να τονίσω ότι δεν λαμβάνουμε υπόψη τον συνολικό πληθωρισμό στον αλγόριθμο καθορισμού του μισθού αλλά ένα υποσύνολο του, συγκεκριμένα τις μεταβολές του δείκτη τιμών στο 20% της χαμηλότερης εισοδηματικής κλίμακας.
Κατά την άποψή μας κυρίες και κύριοι συνάδελφοι αυτή η πολιτική, η πολιτική της διαρκούς στήριξης των εισοδημάτων των πολιτών ώστε να έχουμε αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς είναι και η μόνη πολιτική η οποία απαντά ριζικά στο πρόβλημα της ακρίβειας. Είναι μια απειλή που ξέρουμε καλά όχι μόνο στην Ελλάδα η οποία όμως έχει και το πρόσθετο βάρος να πρέπει να διαχειριστεί τα απόνερα μιας πολιετούς κρίσης αλλά και σε πολλές άλλες χώρες στον κόσμο είναι μια απειλή ο πληθωρισμός που αυτή τη στιγμή δοκιμάζει ειδικά τα ασθενέστερα νοικοκυριά και αναφέρομαι όχι στον πληθωρισμό πια τον ετήσιο αλλά στο συσσωρευμένο πληθωρισμό μιας τριετίας.
Κατά συνέπεια ακόμα και αν ελεγχθούν αυτές οι αυξήσεις των τιμών γιατί βρισκόμαστε πια σε ένα περιβάλλον όπου ο πληθωρισμός πια πέφτει θα χρειαστεί κάποιος χρόνος έως ότου επανέλθει η ισορροπία ανάμεσα στην αξία των προϊόντων και στην πραγματική αγοραστική δύναμη του κατανοητή. Άλλες λύσεις δεν υπάρχουν και τουλάχιστον επειδή πολύς λόγος έχει γίνει τελευταία για την ακρίβεια ας αναγνωρίζουμε και τις θετικές ειδήσεις όταν αυτές αποτυπώνονται από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία. Και σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορείου Καταναλωτικών Αγαθών του ΙΕΛΚΑ τον τελευταίο μήνα είχαμε μείωση, απόπληθωρισμό δηλαδή, 0,72% στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
Είναι μια πρώτη κατά θέτω στα πρακτικά θετική ένδειξη ότι οι πολιτικές τις οποίες έχουμε ακολουθήσει ειδικά όταν πρόκειται για βασικά αγαθά τα οποία καταναλώνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό τα ασθενέστρα νοικοκυριά ότι οι πολιτικές αυτές αρχίζουν να έχουν αποτελέσματα.
Και βέβαια κύριε Ανδρουλάκη είχαμε την ευκαιρία και χθες να συζητήσουμε την πρότασή σας την οποία επαναλαμβάνετε για τη μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά και θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να επαναλάβω αυτό το οποίο σας είπα και χθες και να καταθέσω και στα πρακτικά τα σχετικά στοιχεία από την Ισπανία, όπου φάνηκε ξεκάθαρα ότι η μείωση του ΦΠΑ οδήγησε σε μια πρόσκαιρη μείωση των τιμών, πλην όμως σωρευτικά οι τιμές σε βασικά καταναλωτικά αγαθά αυξήθηκαν περισσότερο στην Ισπανία με χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ από ότι στην Ελλάδα.
Κρατήστε τα σχετικά στοιχεία και αν έχετε την καλοσύνη, μελετήστε τα, διότι αυτό το οποίο έχει ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι ότι για συγκεκριμένα προϊόντα, τα άλευρα ας πούμε, στην Ισπανία είχανε για κάποιο διάστημα μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ παρουσίασαν συνολική αύξηση τιμή στα τρία χρόνια 30%, ενώ μόλις 17% στην Ελλάδα. Στο γάλα η αύξηση έφτασε το 36%, ενώ στην Ελλάδα ήταν 15,8%.
Αυτό τελικά αποδεικνύει ότι τέτοιες ενέργειες δεν ευνοούν τους καταναλωτές. Ευνοούν μόνο τους μεσάζοντες.
Υπάρχει, βέβαια, κάτι ακόμα το οποίο θα έπρεπε να το γνωρίζετε και από την περίοδο που ήσαστε στο Ευρωκοινοβούλιο: Ότι δεν μπορεί να γίνει μείωση του ΦΠΑ τμηματική σε ορισμένα μόνο προϊόντα. Δεν μπορείτε δηλαδή να κατεβάσετε τον ΦΠΑ κατά 2% σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων, μόνο από το 24%, διότι αυτό είναι κάτι το οποίο απαγορεύεται από την Οδηγία 2006/112, μετά την τελευταία τροποποίηση. Μπορείτε να κατεβάσετε κύριε Ανδρουλάκη προϊόντα στη χαμηλότερη κατηγορία ΦΠΑ. Βεβαίως το έχουμε κάνει και εμείς, αλλά αυτό το οποίο δεν μπορείτε να κάνετε είναι να πάρετε κάποια προϊόντα και να τα πάτε από το 24% στο 22%. Απαγορεύεται ρητά από την Ευρωπαϊκή Οδηγία.
Διαβάστε επίσης
Ελένη Βρεττού: Συγχώνευση, placement και rebranding στις νέες προτεραιότητες
Spotify Wrapped 2024: Τα τραγούδια που σάρωσαν φέτος
Πώς αξιολογεί η CVC Capital την επένδυσή της στη ΔΕΗ