THEPOWERGAME
Την ανάγκη καλύτερης στόχευσης στην κοινωνική πολιτική και τα επιδόματα, με στόχο αυτά να πηγαίνουν σε όσους τα χρειάζονται πραγματικά, σημειώνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, στην ετήσια έκθεσή του. Όπως αναφέρει η εξέταση των στοιχείων της EU-SILC 2022, αναδεικνύει την ανάγκη καλύτερης στόχευσης της κοινωνικής πολιτικής, η οποία μπορεί να ενισχυθεί και με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, καθώς συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας: οι άνεργοι (43,6%), οι οικονομικά μη ενεργοί εκτός συνταξιούχων (29,1%), τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά (22,3%), τα μονογονεϊκά νοικοκυριά (37,7%) και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (22,4%).
Τα ευρήματα αυτά συνάδουν με άλλο συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνα, συγκεκριμένα ότι η κύρια συμβολή των δαπανών κοινωνικής πολιτικής στη μείωση του ποσοστού φτώχειας προέρχεται από τις συντάξεις (κατά 22,5 ποσ. μον.), ενώ τα κοινωνικά επιδόματα συνέβαλαν στη μείωση του ποσοστού φτώχειας μόνο κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες. Σε σχέση με την έρευνα παλαιότερων ετών, όταν η συμβολή των κοινωνικών επιδομάτων στη μείωση του ποσοστού φτώχειας ήταν μικρότερη (π.χ. 4 ποσ. μον. το 2016), παρατηρείται σχετική πρόοδος. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται και με τον αναπροσανατολισμό των δαπανών για κοινωνική προστασία από το 2017 και μετά, από δαπάνες γήρατος σε δαπάνες για την οικογένεια, τη στέγαση και την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού.
Όπως τονίζεται συμπληρωματικά, μέτρα που αποσκοπούν στην καλύτερη στόχευση και αποτελεσματικότητα των κοινωνικών επιδομάτων είναι η εισαγωγή προπληρωμένων καρτών για την πληρωμή κοινωνικών παροχών του Οργανισμού Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ) και της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), καθώς και η αναβάθμιση της πλατφόρμας του ΟΠΕΚΑ, ώστε οι δικαιούχοι να έχουν πρόσβαση σε όλα τα προγράμματα κοινωνικής προστασίας και τα σχετικά επιδόματα.
Σημειώνεται ότι το πρώτο βήμα για τον καλύτερο έλεγχο των κοινωνικών επιδομάτων έγινε με την αλλαγή του τρόπου φορολόγησης των επαγγελματιών, όπου ένας μεγάλο κομμάτι αυτών θα μείνει εκτός, καθώς υποχρεωτικά το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημά τους διαμορφώνεται στα 10.920 ευρώ, εκτός και εάν αμφισβητήσουν τον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησής τους.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, φέτος δεν θα χορηγηθεί στο 70% των επαγγελματιών σειρά επιδομάτων τα οποία ελάμβαναν εξαιτίας των χαμηλών εισοδημάτων που δήλωναν. Όσοι, ωστόσο, αμφισβητήσουν τα τεκμήρια θα συνεχίσουν να τα λαμβάνουν κανονικά. Συνολικά, το Ελληνικό Δημόσιο θα γλιτώσει από 110 εκατ. ευρώ επιδομάτων.
Φοροαπαλλαγές
Για ακόμη φορά ο κ. Στουρνάρας ανοίγει θέμα φοροαπαλλαγών. Όπως επισημαίνει: «Προτεραιότητα θα πρέπει επίσης να δοθεί στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, και στην επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών. Αυτό θα επιτρέψει παράλληλα την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής και γενικότερα την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης».
Σύμφωνα με στοιχεία του προϋπολογισμού, οι φοροαπαλλαγές εκτινάχθηκαν το περασμένο έτος στα 15,5 δισ. ευρώ,από 12,88 που ήταν το 2022. Μάλιστα, ο αριθμός των φοροαπαλλαγών καταγράφει και αύξηση και συγκεκριμένα έχουν φθάσει τις 1.064, από 1.047 που ήταν το 2022, ενώ το 2021 ανέρχονταν σε 987, με το κόστος τους να φθάνει τα 8,9 δισ. ευρώ. Το 2016 οι φοροαπαλλαγές αριθμούσαν τις 716 και το κόστος για τον προϋπολογισμό ήταν 3,041 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι οι φοροαπαλλαγές διογκώθηκαν την περίοδο της πανδημίας μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής και άλλων ενισχύσεων. Η εκτίναξη του ποσού από τα 12,8 δισ. ευρώ στα 15,5 δισ. ευρώ οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, καθώς και στην αύξηση του αφορολόγητου ορίου για δωρεές και γονικές παροχές στις 800.000 ευρώ (αφορά και μετοχές). Η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών οδήγησε σε υψηλότερες αποτιμήσεις των ακινήτων που εξαιρούνται από τον ειδικό φόρο επί των ακινήτων (ΕΦΑ). Δηλαδή μέχρι το 2021 το κόστος από την εξαίρεση από τον ΕΦΑ ήταν 3,7 δισ. ευρώ και με την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών ανήλθε στα 5,3 δισ. ευρώ.