THEPOWERGAME
Στο δημογραφικό και στις σοβαρές επιπτώσεις που αυτό προκαλεί στην ελληνική οικονομία και το ασφαλιστικό, αναφέρεται ο Νίκος Χ. Βαρσακέλης. Ο καθηγητής Οικονομικών του ΑΠΘ, σε άρθρο του που δημοσιεύεται στη διαΝΕΟσις, αναλύει τις συνέπειες των δημογραφικών εξελίξεων σε μακροοικονομικό επίπεδο.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, το «βασικό πρόβλημα που προκύπτει από την εξέλιξη του δημογραφικού, με βάση τις προβλέψεις για το 2050 και το 2060, είναι ότι η δεύτερη ηλικιακή ομάδα, η παραγωγική ομάδα του πληθυσμού, δεν θα επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών της τρίτης ομάδας, των ανθρώπων με ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών». Η εξέλιξη αυτή φέρνει τα «πάνω – κάτω» στις συντάξεις και τη σχέση εργαζομένων – συνταξιούχων, υποσκάπτοντας τα θεμέλια του ασφαλιστικού συστήματος.
Ολόκληρο το άρθρο Βαρσακέλη για το δημογραφικό στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τις μελέτες που έχουν εκπονηθεί σχετικά με την πιθανή εξέλιξη του δημογραφικού στην Ελλάδα, το πρόβλημα συνίσταται σε δύο παράγοντες: α) την πιθανή μείωση του συνολικού πληθυσμού και β) τη μεταβολή στην ηλικιακή πυραμίδα. Η ηλικιακή πυραμίδα του πληθυσμού μιας χώρας χωρίζεται σε 3 βασικές κατηγορίες: i) την ηλικιακή ομάδα έως 15 ετών, ii) την ηλικιακή ομάδα από 15 έως 65 ετών και iii) την ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών. Η πρώτη και η τρίτη ηλικιακή ομάδα καταναλώνουν αλλά δεν παράγουν και δεν δημιουργούν εισόδημα. Η δεύτερη ηλικιακή ομάδα παράγει, καταναλώνει και καλύπτει τις καταναλωτικές ανάγκες των άλλων δύο ηλικιακών ομάδων. Βασικό πρόβλημα που προκύπτει από την εξέλιξη του δημογραφικού, με βάση τις προβλέψεις για το 2050 και το 2060, είναι ότι η δεύτερη ηλικιακή ομάδα, η παραγωγική ομάδα του πληθυσμού, δεν θα επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών της τρίτης ομάδας, των ανθρώπων με ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών. Ας δούμε γιατί.
1. Ο ρόλος του πληθυσμού στην οικονομική ανάπτυξη
Μπορούμε να διακρίνουμε τις επιπτώσεις των δημογραφικών εξελίξεων σε μακροοικονομικό και σε μικροοικονομικό επίπεδο. Στο άρθρο αυτό θα εξετάσουμε τις επιπτώσεις σε μακροοικονομικό επίπεδο. Σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη, οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν την οικονομική μεγέθυνση μιας οικονομίας είναι ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού, η αποταμίευση και η τεχνολογία. Επειδή συζητάμε τις επιπτώσεις του δημογραφικού, ας επικεντρωθούμε κατ’ αρχήν στη μεταβολή του πληθυσμού. Καθώς αυξάνει ο πληθυσμός και αυξάνει το εργατικό δυναμικό καθίστανται αναγκαίες οι επενδύσεις προκειμένου να αυξηθεί το φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας (π.χ. μηχανήματα) (capital widening) για να καλύψει τις ανάγκες του αυξανόμενου εργατικού δυναμικού στην παραγωγή. Η αύξηση του φυσικού κεφαλαίου οδηγεί σε αύξηση του παραγόμενου προϊόντος, σε αύξηση του εθνικού εισοδήματος και του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Τελικά, η οικονομία καταλήγει σε μια κατάσταση ωριμότητας και από εκεί και ύστερα ο ρυθμός μεγέθυνσής της θα ακολουθεί τον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού-εργατικού δυναμικού με στάσιμο όμως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, αλλά και τις χώρες που αναπτύχθηκαν ταχύτατα κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, σημαντικό μερίδιο στην αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και του εθνικού εισοδήματος στα αρχικά στάδια της οικονομικής ανάπτυξής τους έπαιξε ο πληθυσμός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της Κίνας και των υπόλοιπων χωρών της Ανατολικής Ασίας.
2. Ο ρόλος της γνώσης και της τεχνολογίας
Εδώ και δεκαετίες, οι περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ έχουν φτάσει στο στάδιο της ωριμότητας και, όπως δείχνουν τα δεδομένα, στο στάδιο αυτό φαίνεται να πλησιάζει και η Κίνα (τουλάχιστον στις ανατολικές περιοχές της). Θα έπρεπε λοιπόν να περιμένουμε, σύμφωνα με τα παραπάνω, στασιμότητα στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Όμως, λόγω της γνώσης και της τεχνολογικής ανάπτυξης διασφαλίζεται τελικά η μακροχρόνια και διαρκής οικονομική μεγέθυνση και αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η γνώση και η τεχνολογία βελτιώνουν την ποιότητα του φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, συντελώντας στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η βελτίωση της ποιότητας του φυσικού κεφαλαίου ονομάζεται εμβάθυνση κεφαλαίου (capital deepening).
Η γνώση και η τεχνολογία συντέλεσαν στη συνεχή ανάπτυξη των ώριμων οικονομιών, ακόμη και όταν αυτές έφτασαν το στάδιο της ωριμότητας, δηλαδή το σημείο επιβράδυνσης της αύξησης του πληθυσμού-εργατικού δυναμικού τους. Αυτό συνέβη στη Νότια Κορέα μετά τη δεκαετία του 1980, και στις μέρες μας στην Κίνα. Η διάρκεια της οικονομικής ανάπτυξης, η αυξημένη παραγωγικότητα και τα αυξημένα εισοδήματα εξαρτώνται, σχεδόν αποκλειστικά, από την εμβάθυνση του κεφαλαίου, δηλαδή τη βελτίωση της ποιότητας των μηχανημάτων, δηλαδή τη νέα τεχνολογία, δηλαδή τη νέα γνώση.
3. Και οι χώρες με νεανικό πληθυσμό;
Από την άλλη μεριά, οι υπό ανάπτυξη χώρες με νεανικό πληθυσμό έχουν, δυνητικά, τη δυνατότητα να επιτύχουν επιταχυνόμενη ανάπτυξη στα αρχικά στάδια της ανάπτυξής τους. Ο αυξανόμενος πληθυσμός τους και η υπερπροσφορά ανθρώπινου δυναμικού συντελούν στη χαμηλή αμοιβή της εργασίας, η οποία καθιστά τη χώρα ελκυστική για εγκατάσταση επιχειρήσεων (εγχωρίων και ξένων) με παραγωγή εντάσεως εργασίας. Τρέχον παράδειγμα το Βιετνάμ. Η αύξηση του φυσικού κεφαλαίου σε αυτές τις χώρες θα οδηγήσει σε αύξηση του παραγόμενου προϊόντος, αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Επομένως, αντίθετα προς τις χώρες που παρουσιάζουν δημογραφική γήρανση, οι χώρες αυτές έχουν τη δυνατότητα να προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις εντάσεως εργασίας και ενδεχομένως να παρατηρηθεί ανακατανομή των μεριδίων οικονομικής δραστηριότητας σε παγκόσμια κλίμακα, όπως, εξάλλου, συνέβη με την ανάδυση των χωρών της Ανατολικής Ασίας. Οι χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής, η Ινδία, η Νιγηρία και η Αίγυπτος αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα χωρών που, ακολουθώντας τον δρόμο των χωρών της Ανατολικής Ασίας, μπορούν να πετύχουν υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και να βελτιώσουν τα εισοδήματα των πολιτών, οι οποίοι σταδιακά θα απολαμβάνουν υψηλότερα επίπεδα ευημερίας και δεν θα είναι αναγκαία η μετανάστευσή τους στην Ευρώπη. Στην παγκόσμια οικονομία υπάρχει αφθονία χρηματικού κεφαλαίου-αποταμιεύσεων που μπορεί να χρηματοδοτήσει επενδύσεις σε αυτές τις χώρες ώστε να ενισχύσουν και να διευρύνουν τη θέση τους στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Το πώς θα το πετύχουν δεν είναι αντικείμενο του άρθρου αυτού.
4. Οι επιπτώσεις της αλλαγής της ηλικιακής πυραμίδας
Ας επικεντρώσουμε, τώρα, την προσοχή μας στις χώρες με δημογραφικό που γνωρίζει τάσεις χειροτέρευσης λόγω μείωσης του πληθυσμού και αύξησης του ποσοστού των ανθρώπων άνω των 65 ετών.
Βασικός στόχος της πρόνοιας των αναπτυγμένων χωρών, και της χώρας μας, είναι η επίτευξη όσο το δυνατόν πιο ικανοποιητικού επιπέδου ευημερίας του πληθυσμού. Σημαντικό μέρος αυτής της πρόνοιας αφορά τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης και αυξανόμενης ομάδας των ανθρώπων άνω των 65 ετών. Εάν δεχθούμε ότι ένα μέρος των ηλικιωμένων συνεχίζει να εργάζεται και μετά την αφυπηρέτησή του, το Άνοιγμα Κατανάλωσης – Εισοδήματος (ΑΚΕ) των άνω των 65 ετών είναι η απόκλιση της κατανάλωσης που απαιτείται για τη διατήρηση της ευημερίας τους από το μέσο εισόδημά τους από την απασχόληση. Εάν διαιρέσουμε το ΑΚΕ των άνω των 65 ετών με το μέσο εισόδημα από την εργασία, μπορούμε να θεωρήσουμε αυτό το ποσοστό ως έναν φόρο που πρέπει επιβληθεί στους εργαζόμενους προκειμένου να διατηρήσει η γενιά των άνω των 65 την ευημερία της, εξαιρουμένων των εισοδημάτων που μπορεί να προσπορίζεται από την περιουσία της. Ο μέσος όρος αυτού του ποσοστού στις αναπτυγμένες χώρες ανήλθε στο 25% κατά το 2020. Δηλαδή, η παραγωγική γενιά πρέπει να πληρώνει ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 25% του μέσου εισοδήματος από την εργασία, προκειμένου να καλύπτονται οι ανάγκες των ηλικιωμένων· ένας φόρος 25%. Θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης, από πού προκύπτει αυτή η φορολογία. Αφενός μεν είναι οι ασφαλιστικές εισφορές σε ένα αναδιανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα, και αφετέρου το μέρος των φόρων που εισπράττει το κράτος και μεταβιβάζει στους ηλικιωμένους μέσω της ενίσχυσης των ασφαλιστικών ταμείων.5
Σύμφωνα με τα σενάρια για το δημογραφικό, το ΑΚΕ ως ποσοστό του μέσου εισοδήματος από εργασία προβλέπεται να ανέλθει το 2060 στο 45%, κατά μέσο όρο, στις αναπτυγμένες χώρες. Δηλαδή, η παραγωγική γενιά θα πρέπει να φορολογείται με 45% για να διατηρηθεί το επίπεδο κατανάλωσης της γενιάς των ηλικιωμένων. Αξίζει να τονιστεί ότι το υψηλότερο ποσοστό ΑΚΕ παγκοσμίως για το έτος 2060 προβλέπεται να έχει η Ελλάδα, 108% (!), με την Ιαπωνία στη δεύτερη θέση με 76%, και το Πουέρτο Ρίκο στην τρίτη με 63%. Πώς θα καλυφθεί το ΑΚΕ στο μέλλον, εάν επαληθευθεί η πρόβλεψη για 108%; Είναι τρομακτικό και προφανώς αδύνατο να επιβληθεί φόρος 108%. Δείχνει όμως τις τεράστιες προβλεπόμενες αρνητικές επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο, τόσο των ατόμων της παραγωγικής ηλικίας, όσο και των ηλικιωμένων, και επομένως σήμερα πρέπει να προετοιμαστεί το μέλλον.
5. Τι μπορούμε να κάνουμε;
Καθώς θα επιβραδύνεται η αύξηση, ή και θα μειώνεται ο πληθυσμός, και κατ’ επέκταση το παραγωγικό ανθρώπινο δυναμικό, ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων αναμένεται να επιβραδύνει (μπορεί να γίνει αρνητικός). Επομένως, ο όγκος του φυσικού κεφαλαίου θα αρχίσει να μειώνεται, με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής και του εισοδήματος. Κάτω, λοιπόν, από αυτές τις συνθήκες, πώς μπορεί να χρηματοδοτηθεί το ΑΚΕ στο μέλλον και να υπάρχει συνεχής οικονομική ανάπτυξη με αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ;
Η χρηματοδότηση του ΑΚΕ για τους άνω των 65 ετών στο μέλλον μπορεί να καλυφθεί με δύο μεθόδους. Η πρώτη μέθοδος βασίζεται στην αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της εμβάθυνσης-ποιότητας του κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας. Για την αύξηση όμως του ποιοτικού φυσικού κεφαλαίου που θα υποκαταστήσει τη μείωση του εργατικού δυναμικού και την πιθανή αριθμητική μείωση του φυσικού κεφαλαίου απαιτείται μακροχρόνια χρηματοδότηση. Επομένως, μακροπρόθεσμα, απαιτείται κεφαλαιακός πλούτος (capital wealth), με την επένδυση και τις αποδόσεις του οποίου θα καλυφθεί το ΑΚΕ και θα εξασφαλίσει τη μακροχρόνια καταβολή των συντάξεων στους άνω των 65 ετών. Οι άνθρωποι της παραγωγικής ηλικίας και οι άνω των 65 ετών θα πρέπει να συνεισφέρουν στη δημιουργία αυτού του κεφαλαιακού πλούτου. Αυτός ο πλούτος θα επενδυθεί στη βελτίωση της ποιότητας του κεφαλαίου της χώρας. Ο κεφαλαιακός πλούτος θα προέρχεται από χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, όπως, για παράδειγμα, τα επενδυτικά κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων, οι λογαριασμοί συνταξιοδότησης και τα ασφαλιστικά προγράμματα, και τα πάγια περιουσιακά στοιχεία όπως σπίτια, επιχειρήσεις και λοιπά.
Οι χώρες που δίνουν έμφαση στην αποταμίευση και στη συσσώρευση κεφαλαίου αναμένεται να έχουν υψηλότερο εισόδημα με την εφαρμογή της προσέγγισης του κεφαλαιακού πλούτου. Πρώτον, η επένδυση του κεφαλαιακού πλούτου στην τεχνολογική βελτίωση της παραγωγής θα οδηγήσει σε αυξημένη παραγωγικότητα, άρα και αυξημένο εισόδημα από τη συμμετοχή στην εγχώρια παραγωγική διαδικασία των συνταξιούχων ως χρηματοδοτών. Δεύτερον, οι χρηματοοικονομικές επενδύσεις στις επιχειρήσεις της αλλοδαπής θα οδηγήσουν σε αύξηση των αποδόσεων των χρηματοοικονομικών επενδύσεων, άρα και σε υψηλότερα εισοδήματα για τους συνταξιούχους. Τρίτον, το μέσο εισόδημα από εργασία, που βρίσκεται στον παρονομαστή του ΑΚΕ, θα αυξηθεί και κατά συνέπεια θα υπάρχουν υψηλότερα εισοδήματα στην παραγωγική ηλικία που θα μπορούν να καλύψουν το μέρος των μεταβιβαστικών πληρωμών.
Η δεύτερη προσέγγιση – μέθοδος συνίσταται στην κάλυψη του ΑΚΕ από τον μεταβιβαστικό πλούτο (transfer wealth). Μεταβιβαστικός πλούτος είναι η προσδοκώμενη μελλοντική αξία της καθαρής στήριξης των ανθρώπων άνω των 65 ετών από την οικογένεια ή από τους φόρους και τις εισφορές που πληρώνουν οι παραγωγικές ηλικίες (15 έως 64 ετών) για την καταβολή των δημόσιων συντάξεων, την ιατρική περίθαλψη και τα λοιπά.
Αντίθετα προς τη μέθοδο του κεφαλαιακού πλούτου, στη μέθοδο του μεταβιβαστικού πλούτου δεν αναμένεται να υπάρχει θετική επίδραση στην παραγωγικότητα. Αντίθετα, λόγω της χρηματοδότησης μέσω των φόρων, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε αύξηση του δημόσιου χρέους, το οποίο θα εκτοπίσει (crowding out) τις ιδιωτικές επενδύσεις, οδηγώντας σε μείωση, αντί για αύξηση, της παραγωγικότητας με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στα εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών.
Ποιο είναι όμως το κεφαλαιακό κενό, δηλαδή, ο κεφαλαιακός πλούτος που απαιτείται για να καλυφθεί το ΑΚΕ των ανθρώπων άνω των 65 ετών; Εδώ θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο υπολογισμός του κεφαλαιακού κενού δεν είναι ο ίδιος για κάθε χώρα. Στις αναπτυγμένες χώρες, επειδή το βιοτικό επίπεδο είναι υψηλό, το κεφαλαιακό κενό είναι υψηλότερο σε σχέση με τις υπό ανάπτυξη χώρες. Υπολογίζεται ότι, κατά μέσο όρο, αυτό το κεφαλαιακό κενό αντιστοιχεί περίπου στο 880% του μέσου εισοδήματος από εργασία το 2020 και αναμένεται να αυξηθεί στο 1.300% το 2060.
Όσον αφορά την Ελλάδα, καθώς θα μειώνεται ο αριθμός των Ελλήνων στην παραγωγική ηλικία και θα αυξάνει ο αριθμός των Ελλήνων άνω των 65 ετών, οι εισφορές και οι φόροι δεν θα επαρκούν για να καλύψουν το ΑΚΕ κατά τις επόμενες δεκαετίες. Ήδη το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 42%. Δεν πρέπει δε να ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι της παραγωγικής ηλικίας πρέπει να καλύψουν και την κατανάλωση των νέων ανθρώπων (κάτω των 15 ετών). Εάν στα παραπάνω προσθέσουμε ότι η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι το μοντέλο του ανταποδοτικού ασφαλιστικού συστήματος δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας το 2050-2060. Απλή αριθμητική.
Η μοναδική διέξοδος που διαφαίνεται είναι η δημιουργία και η αύξηση του κεφαλαιακού πλούτου. Τα συνταξιοδοτικά ταμεία θα πρέπει να ξεκινήσουν τις επενδύσεις για τη βελτίωση της ποιότητας του κεφαλαίου στις ελληνικές επιχειρήσεις μέσω της συμμετοχής τους στο μετοχικό τους κεφάλαιο και τις επενδύσεις σε διεθνή χρεόγραφα, που θα εξασφαλίσουν σταθερή ροή εισοδήματος για τα ταμεία και εξασφάλιση των συντάξεων. Ειδικότερα, τα ταμεία μπορούν να αποτελέσουν, σε συνεργασία με ευρωπαϊκά ταμεία, τον αναπτυξιακό μοχλό για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, τη βελτίωση της παραγωγικότητας, την επιτάχυνση ανάπτυξης και την αύξηση των εισοδημάτων.
Πώς όμως θα γίνει αυτό σε μια χώρα με χαμηλό δείκτη εμπιστοσύνης; Αυτό είναι το ζητούμενο για την ελληνική κοινωνία, το πολιτικό σύστημα και την επιστημονική κοινότητα. Ποιο είναι το ύψος του κεφαλαιακού κενού για την ελληνική οικονομία, ποιο θα είναι το προβλεπόμενο ύψος αυτού σύμφωνα με τα διάφορα σενάρια εξέλιξης του δημογραφικού, και ποιες μέθοδοι προτείνονται για την κάλυψη αυτού του κεφαλαιακού κενού;