O ιταλικός κολοσσός της μόδας Dolce & Gabbana δηλώνει ότι η επιχειρηματική του δραστηριότητα στον τομέα της ομορφιάς αποτελεί πλέον το κλειδί για ένα ανεξάρτητο μέλλον στη ραγδαία μεταβαλλόμενη βιομηχανία πολυτελείας. Τα έσοδα από τα προϊόντα ομορφιάς αναμένεται να αυξηθούν πάνω από 20% τους επόμενους 12 μήνες, έως το τέλος Μαρτίου 2025, φτάνοντας τα 610 εκατομμύρια ευρώ, δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος, Alfonso Dolce, σε συνέντευξή του στο Bloomberg. Αυτό θα ανεβάσει τον συνολικό ετήσιο τζίρο της εταιρείας περίπου στα 2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η εταιρεία στοχεύει επίσης σε 1 δισεκατομμύριο ευρώ σε πωλήσεις προϊόντων ομορφιάς έως το τέλος της οικονομικής χρήσης του 2027, έπειτα από τη μετάβασή της από το μοντέλο αδειοδότησης στη διαχείριση της παραγωγής και της διανομής αρωμάτων, μακιγιάζ και προϊόντων περιποίησης δέρματος με απευθείας έλεγχο. Η στροφή της Dolce & Gabbana στον τομέα της ομορφιάς έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή για τον κλάδο της μόδας, όπου η παγκόσμια ύφεση έχει εγείρει ερωτήματα σχετικά με το ανεξάρτητο μέλλον ορισμένων ανταγωνιστών της.
Η Prada, εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ, πλησιάζει σε συμφωνία για την εξαγορά της Gianni Versace, ενώ ο θρύλος της μόδας Giorgio Armani προκάλεσε αίσθηση πέρυσι, δηλώνοντας ότι δεν αποκλείει πλέον μια συγχώνευση ή εισαγωγή στο χρηματιστήριο μετά την αποχώρησή του.
Η Dolce & Gabbana αντέδρασε, ενισχύοντας την ανεξαρτησία της μέσω της διεύρυνσης των πηγών εσόδων της. Εκτός από την απόφαση να διαχειρίζεται απευθείας τον τομέα της ομορφιάς, η εταιρεία δοκιμάζει επίσης την είσοδό της στην αγορά ακινήτων και των ξενοδοχείων. «Αναρωτηθήκαμε: τι περισσότερο έχουμε να πούμε στη βιομηχανία της μόδας έπειτα από 40 χρόνια στην κορυφή;», δήλωσε ο Alfonso Dolce, ο οποίος κατέχει την ηγετική θέση στην εταιρεία που ίδρυσαν το 1985 ο αδελφός του, Domenico, και ο Stefano Gabbana.
Η Dolce & Gabbana, η οποία περιλαμβάνει τις δραστηριότητες του ομίλου στη μόδα, τα διακοσμητικά είδη και την ομορφιά, ανέφερε έσοδα περίπου 1,9 δισεκατομμυρίου ευρώ για τους 12 μήνες έως τον Μάρτιο του 2024, σημειώνοντας αύξηση 19% σε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, με την ανάπτυξη να καθοδηγείται από σχεδόν πενταπλάσια αύξηση στα προϊόντα ομορφιάς.
Ωστόσο, τα κέρδη προ φόρων και τόκων της εταιρείας παραμένουν μικρό ποσοστό σε σύγκριση με τους Ιταλούς ανταγωνιστές της. Η Dolce & Gabbana κατέγραψε Ebit 4 εκατομμυρίων ευρώ στο τέλος της τελευταίας οικονομικής χρήσης, σε αντίθεση με το 1,28 δισ. ευρώ της Prada, η οποία είχε πωλήσεις 5,4 δισ. ευρώ. Το αν η άλλη μεγάλη στρατηγική διαφοροποίησης της εταιρείας, η είσοδος στον τομέα των ακινήτων και των ξενοδοχείων, θα αποδώσει, παραμένει ανοιχτό ερώτημα.
«Η επιτυχία στον τομέα της ομορφιάς αποτελεί ισχυρή απόδειξη της δυναμικής του brand», δήλωσε ο Luca Solca, ανώτερος αναλυτής της Bernstein. «Δεν νομίζω ότι η φιλοξενία και τα ξενοδοχεία θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο γι’ αυτούς».
Η εταιρεία αναζητεί επιπλέον χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένων κεφαλαίων για τις επενδύσεις της στον τομέα των ακινήτων, οι οποίες περιλαμβάνουν κατοικίες στη Μαρμπέγια της Ισπανίας, στο Μαϊάμι και στο Ντουμπάι, καθώς και ξενοδοχεία στις Μαλδίβες και στη Σαουδική Αραβία.
Πρόκειται για μια ακόμη αλλαγή στρατηγικής για έναν όμιλο που παραδοσιακά χρηματοδοτούσε τις επενδύσεις του εσωτερικά, ανέφερε ο Dolce. Ένα δάνειο 300 εκατομμυρίων ευρώ, από το οποίο έχει αποπληρωθεί περίπου το 25%, χρονολογείται από το 2022, ενώ ο οίκος μόδας διαθέτει επίσης μια πιστωτική γραμμή 100 εκατομμυρίων ευρώ για κεφάλαιο κίνησης.
Η εταιρεία βρίσκεται τώρα σε διαπραγματεύσεις με τράπεζες για χρηματοδότηση έως και 150 εκατομμυρίων ευρώ. Η απόφαση των πιστωτών παραμένει σε εκκρεμότητα.
Οι κινήσεις διαφοροποίησης προήλθαν από την αναγνώριση του CEO ότι υπήρχε υπερβολική εξάρτηση από τους επισκέπτες στη Μεσόγειο, ενώ η ανάκαμψη της εταιρείας μετά τον Covid ήταν βραχύβια, όπως δήλωσε.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 προκάλεσε πλήγμα άνω των 100 εκατ. ευρώ στον τζίρο, ενώ οι πωλήσεις προς Κινέζους πελάτες υποχώρησαν, καθώς η οικονομία της χώρας μειώθηκε και οι καταναλωτικές προτιμήσεις άλλαξαν.
Παρά ταύτα, ο Dolce επιμένει ότι η εταιρεία του μπορεί να ευδοκιμήσει ως ανεξάρτητη. «Αν το μακροοικονομικό περιβάλλον επιδεινωθεί περαιτέρω, έχουμε τα δικά μας ακίνητα, τις αποθήκες μας και πάντα μπορούμε να μειώσουμε τις δαπάνες για διαφημίσεις, οι οποίες είναι διπλάσιες σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας», είπε. Ο Dolce παραμένει αποφασισμένος να μην επιθυμεί εξωτερικούς επενδυτές, τουλάχιστον προς το παρόν.
«Τους ακούμε όλους, επενδυτικές τράπεζες, οικογενειακά γραφεία, εταιρείες ιδιωτικών επενδύσεων», είπε ο CEO. «Αλλά η απάντησή μας είναι πάντα η ίδια, προς το παρόν δεν ενδιαφερόμαστε να ανοίξουμε το κεφάλαιό μας».