THEPOWERGAME
Το Yaboo ξεκίνησε να λειτουργεί πριν από περίπου δύο μήνες, στο ισόγειο μιας ναυτιλιακής εταιρείας στο λιμάνι του Πειραιά, δίπλα από τον σταθμό του Ηλεκτρικού. Ο δημιουργός του, που είναι και ιδιοκτήτης της ναυτιλιακής, έφτιαξε ένα εστιατόριο μάλλον όπως θα το ήθελε ο ίδιος ως θαμώνας, με αναφορές από μητροπόλεις με σύγχρονη κουλούρα εστίασης. Το αποτέλεσμα είναι για τα ελληνικά δεδομένα ιδανικό σε σχεδόν όλους τους τομείς.
Ευρύχωρος χώρος με ανοιχτή κουζίνα και πάγκο που μπορεί να φιλοξενήσει πελατεία για ποτό με bar bites, μεγάλη, ψηλή, φωτισμένη κάβα, ολόσωστος, ζεστός φωτισμός που φωτίζει αυτά που πρέπει να φωτιστούν (τα πιάτα δηλαδή), με αποστάσεις μεταξύ των τραπεζιών. Μέχρι και η κάρτα του menu αποπνέει υψηλή αισθητική. Μέσα από τις τζαμαρίες (οι οποίες έχουν μασκαριστεί με μια όμορφη ημιδιάφανη κουρτίνα, βλέπεις το νυχτερινό λιμάνι και την κίνηση του δρόμου. Ο φωτισμός και το περιβάλλον του Yaboo μετατρέπουν τις απλές εικόνες σε ρομαντικό σκηνικό με κάποιο περίεργο τρόπο.
Πρέπει να γίνει μια ειδική μνεία στη μουσική που έχει αναλάβει η ομάδα του Kosmos. Πετύχαμε στα ντεκς τον Σάκη Τσιτομενέα. Κάθε Παρασκευή εκεί είναι ο Προκόπης Δούκας που κάνει και την επιλογή της μουσικής για τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας. (Άσχετη αυτοαναφορική σημείωση: Με τον Σάκη συνυπήρξαμε προ πολλών ετών στον Cool FM. Ξεκινούσε με τις Big Bands την ώρα που εγώ τελείωνα τη «Ροζ Κάντιλακ»). Ο Σάκης φρόντιζε η μουσική να ακολουθεί το περιβάλλον και την ώρα. Με ελαφρά αυξανόμενο ρυθμό καθώς γέμιζε το εστιατόριο. Εδώ δεν θα ακούσεις μουσική ταπετσαρία, αυτά τα άψυχα μουσικά μοτίβα που υπάρχουν ως υπόκρουση στο θόρυβο της πελατείας. Ακούς κανονική μουσική με ψυχή, αυτά που θα μπορούσαν κάποτε να γίνουν και άλμπουμ με τίτλο το όνομα του μαγαζιού. Τόσο εναρμονισμένη είναι η εκλεκτική μουσική στα υπερ-κομψά vibes του χώρου. Και επιτέλους άψογη ποιότητα ήχου από τα αρκετά και σωστά κατανεμημένα ηχεία που δεν χρειάζεται να παίζουν δυνατά, καταφέρνεις δηλαδή να ακούς και τη μουσική και να συζητάς με την παρέα σου, χωρίς να σε πνίγει ο θόρυβος. Δεν υπάρχουν βλέπεις οι γνωστές σε όλα σχεδόν τα εστιατόρια γυμνές σκληρές επιφάνειες που αντανακλούν τους ήχους παντού, αναγκάζοντας τους πελάτες να φωνάζουν για να ακουστούν. Masterclass μάθημα για το πως να στήσεις ένα ανθρώπινο μαγαζί.
Το σέρβις ευγενέστατο αλλά θέλει ακόμα λίγο στρώσιμο. Κρασί και νερό είναι στον πάγο λίγο πιο μακριά από το τραπέζι. Αυτό σημαίνει πως εξαρτάσαι από το σέρβις για να έχεις πάντα το ποτήρι σου γεμάτο. Και ενώ τα ποτήρια του κρασιού γέμιζαν τακτικότατα, του νερού έμεναν άδεια μέχρι ζητήσουμε να ξαναγεμίσουν.
Τα πιάτα έχει επιμεληθεί η «μισελενάτη» Γεωργιάννα Χιλιαδάκη (δεν χρειάζεται περισσότερη πληροφορία για το βιογραφικό της, είναι διαθέσιμο παντού), που ήταν και παρούσα όταν επισκεφθήκαμε το εστιατόριο. Ο επικεφαλής σεφ που έχει την ευθύνη της εκτέλεσης, είναι ο Άγγελος Κοτσίρης.
Ξεκινήσαμε με ένα θεαματικό γευστικά και οπτικά καρπάτσιο. Ίσως το καλύτερο που έχουμε δοκιμάσει, με βουτυρένια υφή, οξύτητες, με μετρημένη αρμύρα ενός τυρένιου χιονιού. Συνεχίσαμε με signature dish μουσακά απ’ όπου είχε φύγει ο άχαρος όγκος της πατάτας (που ελάχιστα εξυπηρετεί γευστικά και ως υφή στην παραδοσιακή μορφή του πιάτου) και ξαναπαρουσιάστηκε ως φριταρισμένα ψιλά ζυλιέν πατατάκια που σπάνε απολαυστικά στο στόμα σε κάθε πιρουνιά. Ενθουσιαστήκαμε. Πολύ πιο κομψός και ελαφρύς, πιο σύγχρονος και επιτέλους άξιος μουσακάς για να συνεχίσει να μας εκπροσωπεί ως σύγχρονο εθνικό πιάτο. Αν πάτε μην παραλείψετε να τον δοκιμάσετε.
Τα dumplings, άψογα και αλάνθαστα διπλωμένα, ήταν πραγματική σπανακόπιτα και η κρέμα γιαουρτιού έδινε την σωστή δροσερή οξύτητα. Η cacio e pepe ήταν φτιαγμένη με χυλοπίτες, φέτα και αυγοτάραχο στο οποίο δεν έκαναν καθόλου οικονομία. Τα μελωμένα και πεντανόστιμα μοσχαρίσια μάγουλα σερβίρονται με ζυμαρικά οrecchiette που κρατάνε εντός τους μια ικανή ποσότητα από την σάλτσα μετσοβόνε. Πιάτο με ρουστίκ νοστιμιά σε υπερθετικό βαθμό.
Το επιδόρπιο με μανταρίνι σε υφές κρέμας και μαρμελάδας, μπεζέδες και παγωτό μαστίχα, ανάλαφρο και δροσερό. Ιδανικό, αρωματικό κλείσιμο.
Όλα τέλεια; Όχι ακριβώς. Δύο πράγματα όμως μας έκαναν αρνητική εντύπωση. Το πιο σοβαρό: Δεν έχει προβλεφθεί πρόσβαση σε άτομα ΑΜΕΑ, ούτε φυσικά τουαλέτα (οι τουαλέτες είναι σε ημιόροφο). Το άλλο είναι τα χάρτινα σουπλά μιας χρήσης που δεν συνάδουν με τη συνολική εμπειρία. Λεπτομέρεια φυσικά αλλά σε ένα εστιατόριο που έχει φτιαχτεί με τέτοιο βαθμό επιμέλειας, δεν θα έπρεπε να έχει περάσει απαρατήρητο.
Τα κρασιά είναι τιμολογημένα στο 2-2,5 της λιανικής τους τιμής. Τίμια πράγματα. Και η κάρτα κρασιών έχει αρκετά ενδιαφέρουσες επιλογές με ετικέτες που δεν συναντάς εύκολα. Και φυσικά υπάρχουν και αρκετά ιντριγκαδόρικα κοκτέιλς.
Υπολογίστε περίπου 70-80 ευρώ ανά άτομο με ένα σχετικά οικονομικό κρασί. Η εμπειρία αξίζει και με το παραπάνω.
Δεν έχουμε δει ακόμα καμία προσπάθεια για pr από το Yaboo, κανένα (πληρωμένο) «ενθουσιώδες» άρθρο στα lifestyle media, ακόμα δεν έχουν καν λογαριασμό στο instagram – αν το χωράει ο νους σας. Άρα ακόμα δεν έχουν εισβάλλει οι θορυβώδεις πελάτες που σπεύδουν στα trends και είναι μια καλή περίοδος για επίσκεψη.
Και φεύγοντας ίσως θα αναρωτηθείτε κι εσείς πώς γίνεται τα μεγάλα ονόματα – επιχειρηματίες της εστίασης να ανοίγουν συνεχώς μαγαζιά με εντατικές δημόσιες σχέσεις αλλά περιορισμένο προσδόκιμο ζωής, για να έρθει από το πουθενά ένας «ερασιτέχνης» να παρουσιάσει ένα εστιατόριο που έχει όλες τις προϋποθέσεις να γίνει κλασσικό.
Διαβάστε επίσης
Μπορεί η Lego να παραμείνει η πιο cool κατασκευάστρια παιχνιδιών στον κόσμο;
Love Actually: Η κλασική ταινία των Χριστουγέννων με τα μάτια των πρωταγωνιστών
Ύποπτο “βραχυκύκλωμα” στην ηλεκτρική διασύνδεση Φινλανδίας & Εσθονίας