THEPOWERGAME
Ακούγαμε για το εστιατόριο Pappu εδώ και μερικούς μήνες, από τότε που άνοιξε, δηλαδή, από εντυπωσιασμένους φίλους. Βρίσκεται κοντά στο κέντρο του Περιστερίου, λίγα τετράγωνα μακριά από την πιάτσα με τα νεολαιίστικα νταπαντουπάδικα, αλλά σε ένα πολύ ήσυχο στενό, χωρίς διαμπερή κυκλοφορία, όπου βρίσκεις και να παρκάρεις σχετικά εύκολα.
Οι τρεις δημιουργοί του εστιατορίου, συνάδελφοι σε μαγαζί της Μυκόνου, συνεργάστηκαν για να στήσουν το Pappu σε ένα ακίνητο όπου, απ’ ό,τι καταλάβαμε, είχε βάλει την έντονη προσωπική σφραγίδα του ο παππούς του ενός από τους συνεταίρους. Εξ ου και το όνομα.
Πήγαμε με καύσωνα και ζητήσαμε αν είναι δυνατόν να καθίσουμε στο πολύ καλά κλιματιζόμενο εσωτερικό. Ανοιχτή κουζίνα, όπως συνηθίζεται τελευταία, με θέσεις στο πάσο, για να βλέπεις και τη δράση όσο τρως. Αλλά και η κατάρα σχεδόν όλων των νέων μαγαζιών: το ιντάστριαλ, το μινιμαλίσιο, με τα γυμνά μπετά, τις ίσες επιφάνειες και τα τζάμια, αυτό που σου φτύνει στ’ αυτιά πολλαπλασιασμένους τους ήχους και σε αναγκάζει να επιστρατεύσεις όλες σου τις δεξιότητες για να επικοινωνήσεις με τους συνδαιτυμόνες σου, την ίδια στιγμή που δίπλα σου ένας τύπος-παγόνι που λατρεύει τον ήχο της φωνής του έχει κάνει κατάληψη όλου του ακουστικού χώρου για να αναπτύξει θεωρίες για τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική σκηνή.
Η κάρτα με το μενού είναι σχετικά μικρή, αλλά έχει σχεδόν απ’ όλα. Και ψάρι και θαλασσινά και κρέατα από ελληνικές φάρμες και λαχανικά, με παράθεση συστατικών που ιντριγκάρουν κατ’ αρχάς, αλλά πόσες φορές αυτές οι ελκυστικές περιγραφές έχουν αποδειχτεί μάταιες;
Παραγγείλαμε ό,τι μας κίνησε το ενδιαφέρον (όχι, το σεβίτσε από μυξινάρι δεν το παραγγείλαμε κι ας κρύβεται ο όρος ως «ωμό ψάρι/γάλα τίγρης/ροδάκινο/τσίλι»). Έχουμε φάει σεβίτσε για έναν χρόνο.
Να περάσουμε κατευθείαν στην ουσία ξεκινώντας από τα αρνητικά;
Η ταραμοσαλάτα είχε παραπάνω οξύτητα απ’ όση θα θέλαμε. Το πολύ λεμόνι υποβάθμισε πολύ τη γεύση του ψαριού, ενώ το λάδι μυρωδικών και η πούδρα από χαρούπι δεν φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο.
Αυτά ήταν τα αρνητικά.
Τα υπόλοιπα οκτώ πιάτα (να, αυτά τραβάμε για να σας δίνουμε πληροφορία), ήταν υπέροχα!
Κατ’ αρχάς αντιλαμβάνεσαι πολλά για ένα εστιατόριο από το ελαιόλαδο που θα σου σερβίρει με το ψωμί. Και το ψωμί ήταν αξιοσημείωτο, αλλά και το πάρα πολύ καλό αγουρέλαιο (που ακόμα κι αν δεν ήταν πλέον αγουρέλαιο τόσους μήνες μετά την τελευταία σοδειά) ήταν εξαιρετικό.
Μας εντυπωσίασαν τα βλίτα (πότε αλήθεια εντυπωσιάστηκε άνθρωπος τελευταία φορά από βλίτο;) που σερβίρονται με σάλτσα Bloody Mary, κατίκι Δομοκού και σταφύλια. Από τη σάλτσα έλειπε μόνο το πιπέρι, τα άλλα συστατικά του κοκτέιλ ήταν στη θέση τους και μαζί με τη οξύτητα του τυριού και τη γλύκα των σταφυλιών, έδωσαν βαθύ γευστικό ενδιαφέρον στο ταπεινό χορταρικό.
Μας ενθουσίασε το καλύτερο ίσως πιάτο μελιτζάνας που έχουμε δοκιμάσει εδώ και καιρό, με miso, ταχίνι, σκόρδο, βαλσαμικό ξίδι και ψιλοκομμένα λαχανικά, όπου υπήρχε και εσαλότ. Μας χαροποίησε η υπέροχη αγκινάρα που σερβίρεται σε τρεις μορφές: ψητή, σε πουρέ με πικάντικη sriracha και τραγανά τσιπς. Αυτά τα δύο συνήθως «ταπεινά» πιάτα παίρνουν εδώ την προσεκτική δουλειά και την προσοχή που τους αξίζουν.
Πολύ γευστικά τα μύδια με γάλα καρύδας, κουρκουμά και φύλλα λεμονιάς (από τα δέντρα που υπάρχουν στον ακάλυπτο και που είχε φυτέψει ο Παππούς), τέλεια παρασκευασμένο το φρέσκο, μαστιχωτό καλαμάρι με κρέμα αγκινάρας και καυτερές πιπερίτσες. Εξαιρετικά ψημένη η ζουμερή σφυρίδα τύπου φρικασέ, με αυγολέμονο, πουρέ κολοκύθι και ένα τσικνιστό, καμένο μαρούλι. Πολύ νόστιμο και το κριθαρότο με γαρίδες, μπισκ και μοσχολέμονο.
Στα κρασιά υπάρχουν μερικές επιλογές που θα μπορούσες να πεις τετριμμένες, αλλά και αρκετές κάπως πιο ενδιαφέρουσες, από ελληνικούς και διεθνείς αμπελώνες. Το σημαντικό, όμως, είναι πως έχουν τιμολογηθεί σε πολύ λογικές τιμές και βρίσκεις εύκολα ένα ιδανικό κρασί για τα πιάτα που θα χαρείς, χωρίς να πρέπει να ξεφύγεις από τον προϋπολογισμό σου. Πολύ καλή και η επιλογή από μπίρες. Δοκιμάσαμε την «Ταώς», μια σύνθετη γευστικά μπίρα με ζύμες από Sauvignon. Το σέρβις είναι εξαιρετικό, το προσωπικό είναι ενημερωμένο, γρήγορο και ευγενέστατο.
Η μόδα των γαστρο-φαγάδικων θέλει το Pappou να κατατάσσεται στην κατηγορία «γαστρο-ταβέρνα». Το θέμα είναι πως τίποτα σε αυτά που διαπιστώσαμε δεν παραπέμπει σε ταβέρνα, εκτός αν δεχτούμε πως τα πιάτα που μπαίνουν στη μέση είναι μια συνήθεια που συναντιέται στις ταβέρνες και τα μεζεδοπωλεία. Πολλά όμως από τα στοιχεία του μαγαζιού παραπέμπουν σε «γαστρο-». Τα πιάτα έχουν σοφή διαχείριση της ποιοτικής πρώτης ύλης, έχουν τιμολογηθεί σε «κανονικές» τιμές και αυτό είναι πρώτης τάξεως παράδειγμα του πώς μπορείς να προσφέρεις υψηλή τεχνική, να δώσεις εντυπωσιακό γευστικό βάθος σε τιμές σχεδόν ταβέρνας.
Και κάπου εδώ τελειώνει η συζήτηση-άλλοθι του κάθε ρεμπέτη που επικαλείται τις υψηλές τιμές των εστιατορίων για να σαρκάσει την έννοια «γαστρονομία». Με τόσο καλά δουλεμένα πιάτα όπως του Pappou, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για να παραμένει κανείς στη γευστική εφηβεία του αλμυρού και του λιπαρού.
Κρατήστε τα ονόματα Θωμάς Μάτσας και Φάνης Αθανασιάς. Είναι οι άνθρωποι που βρίσκονται στην κουζίνα του Pappou και είναι βέβαιο πως θα έχουν λαμπρή συνέχεια.
Κοίτα να δεις που μία με την περίπτωση αυτήν, μια με τις «Μακαρούνες», αυτή η περιοχή αρχίζει να γίνεται γαστρονομική πιάτσα.
Διαβάστε επίσης
Οι μεγιστάνες των ειδών πολυτελείας έχασαν 17 δισ. δολάρια
HelleniQ Energy: Βγήκε στις αγορές με 5ετές ομόλογο 400 εκατ.
Στο επίκεντρο της ΕΕ η γεωθερμία: Ευκαιρίες και προκλήσεις