THEPOWERGAME
Πήγαμε στο Jerar την Κυριακή 9 Ιουνίου, μέρα που ο chef του Akra, Γιάννης Λουκάκης, θα σέρβιρε τα πιάτα του και ο pastry chef, Σπύρος Πεδιαδιτάκης, θα σέρβιρε τα γλυκά του.
Είχαμε φάει παλιότερα στο Jerar, λίγους μήνες μετά το άνοιγμά του, και είχαμε εκτιμήσει ιδιαίτερα τη δημιουργικά νόστιμη κουζίνα του Χάρη Νικολούζου. Ήταν μια καλή ευκαιρία να ξαναπάμε. Στο Akra είχαμε επιχειρήσει να κλείσουμε αρκετές φορές. Trendy, βλέπετε, με καλή φήμη ο σεφ από τη Μούργα της Θεσσαλονίκης, πολύ περιορισμένη ακόμα η διαθεσιμότητα. Αλλά δεν ξέραμε (και ακόμα δεν ξέρουμε) αν στο μενού θα υπήρχε κάποια συνεισφορά και αλληλεπίδραση του ενός σεφ με τον άλλον. Ο Λουκάκης και ο Νικολούζος έχουν λίγο διαφορετική προσέγγιση στη μαγειρική. Ο πρώτος έχει δηλώσει στο παρελθόν πως μαγειρεύει χωρίς τεχνικές επεξεργασίες πέρα από το «ψήνω, βράζω ή προσφέρω ωμό». Ο Νικολούζος ακολουθεί μια πιο μαγειρική προσέγγιση, που του επιτρέπει να παρουσιάζει αφαιρετικά πιάτα, αλλά με πληθωρική γεύση. Ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για μια από κοινού δημιουργία.
Αλλά το menu ήταν μια ειδική δουλειά κυρίως του Λουκάκη, που έγινε για μια μέρα μόνο. Πρόσφερε brunch μέχρι τις 14:00 και γεύμα έπειτα από αυτήν την ώρα.
Το Jerar παραμένει ένας μίνιμαλ, κάπως industrial χώρος, όπως είναι πολύ της μόδας τελευταία, με γυμνά μπετά, με ελάχιστα διακοσμητικά στοιχεία, γυμνούς τοίχους και κακό ήχο, με μεσαίες κυρίως συχνότητες. Η φασαρία όταν το μαγαζί είναι γεμάτο, εκκωφαντική. Και ήταν γεμάτο. Μας κάλεσαν στο κινητό εκείνη την ώρα και έπρεπε να βγούμε στον πεζόδρομο για να μπορέσουμε να συνομιλήσουμε. Ποτέ δεν θα καταλάβουμε την εμμονή των εστιατορίων με τις σκληρές επιφάνειες. Θέμα κόστους ίσως. Αλλά το ξέρεις πως δεν θα γεμίσεις το μαγαζί με Ελβετούς ή Δανούς. Έλληνες θα ταΐσεις. Με τη φασαρία τους να αντανακλάται διαρκώς αυξητικά. Κάποια στιγμή έπεσε κάτω ένα μεταλλικό σκεύος και ακούστηκε σαν έκρηξη.
Λίγες ήταν οι επιλογές σε κρασί, μία μόνο επιλογή μιας ιδιαίτερης, όχι εύκολης, ale, που είχε παρασκευαστεί με ζυμομύκητες κρασιού. Γιατί αυτός ο περιορισμός; Μάλλον για να αυξηθεί η πιθανότητα προσφοράς κρασιού σε ποτήρι. Που θα μοιραζόταν μεταξύ λιγότερων ετικετών για να μην υπάρξει «φύρα». ΟΚ, κατανοητό.
Ένα πιάτο στο μενού αναφερόταν ως «Ψωμί προζυμένιο» και επεξήγηση «αφρατεμένο βούτυρο με γλώσσα αρνιού και μυαλό αρνιού με αγουρέλαιο». Μπορεί να ήταν πολύ μπρουτάλ σε εμφάνιση και αυστηρώς ακατάλληλό θέαμα για τους βίγκαν, αλλά μας τσίγκλησε τους σιελογόνους αδένες, καθώς ήταν βαθιά νόστιμος συνδυασμός με έναν ρουστίκ τρόπο (στην Ελλάδα ρουστίκ = βλάχικος, σαρακατσάνικος).
Ο «γαύρος με αμπελόφυλλα σχάρας, τοματόσουπα με σκόρδο-μαϊντανό και πίτα naan» ακούστηκε πολύ ωραία ιδέα και περιμέναμε να εντυπωσιαστούμε, αλλά αποδείχτηκε πως υστερούσε σε εντάσεις, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που έκαναν τα αμπελόφυλλα και η σάλτσα. Ενδιαφέρον όμως και εξαιρετικά υλικά είχε η «τομάτα λαϊκής», που είχε ψωμί με τομάτες, σε άλλο πιάτο ντομάτα με κεράσια και βατόμουρα και καμένα λευκά μούρα (λατρεύουμε μούρα), πάνω σε ένα πολύ ωραίο φρέσκο κατσικίσιο τυρί αγνώστων λοιπών στοιχείων. Οι οξύτητες εναλλάσσονταν αρμονικά με τη γλύκα των μούρων και των κερασιών.
Νόστιμο ήταν και τα cappelletti με κόκορα παστιτσάδα και αρσενικό Νάξου. Χωρίς όμως να ξεχωρίζει από άλλα ανάλογα πιάτα και με τη σάρκα του πουλερικού να είναι κάπως πιο στεγνή απ’ όσο έπρεπε μέσα στο ζυμαρικό. Έχουμε σχετικά πρόσφατη την άριστη εντύπωση που μας έκανε το ανάλογο πιάτο στο Ρίνι και νομίζουμε πως εκείνο είχε μεγαλύτερο γευστικό ενδιαφέρον, με τον κόκορα να είναι πιο ζουμερός και σαλτσένιος. Αδύναμο πιάτο ήταν το χριστόψαρο φρικασέ με καμένα λαχανικά. Ωραία μεν η καπνιστή, καμένη γεύση των λαχανικών (μαρούλι, κρεμμυδάκι, άνηθος), αλλά είχαν αφεθεί στο πιάτο κάποια άχαρα ογκώδη κομμάτια που δεν είχαν εκτεθεί επαρκώς στη φωτιά. Κάποια αστοχία που πιθανότατα οφείλεται στους ρυθμούς της κουζίνας, που πάσχιζε να ανταποκριθεί. Το χριστόψαρο απ’ την άλλη δεν είχε να πει κάτι, οπότε έμεινε σιωπηλό όσο το τρώγαμε.
Πολύ ωραία ήταν τα γλυκά του Πεδιαδιτάκη. Το «Γάλα-μέλι-αλάτι» είναι στην ουσία μια εξελιγμένη μορφή του συνήθως βαρετού dulce de leche, που κατά κύριο λόγο καταναλώνεται στην καστιγιάνικη κουζίνα (όσοι έχουν ταξιδέψει στην Αργεντινή θα το έχουν μπουχτίσει, μια και είναι το μόνο επιδόρπιο που σερβίρεται στα άπειρα κρεατάδικα). Η υφή του ήταν πολύ καλή, η αντίστιξη με το χώμα λευκής σοκολάτας, το αλάτι και το μέλι με το παγωτό ήταν παραπάνω από ικανοποιητική.
Συμπέρασμα: μας άρεσε σε γενικές γραμμές, αλλά δεν πετάξαμε καμία σκούφια στον αέρα. Στο Jerar θα ξαναπάμε για να ξαναδοκιμάσουμε τη γευστική κουζίνα του Νικολούζου, που ξέρουμε και τώρα δεν βρήκαμε. Τα πιάτα του Akra που (υποθέτουμε πως) δοκιμάσαμε ήταν ενίοτε ιντριγκαδόρικα γευστικά, αλλά και ενίοτε ψιλοαδιάφορα. Άρα κάποια στιγμή θα πάμε, αφού χαλαρώσει κάπως η ζήτηση. Ίσως τότε θα έχει απομείνει στο menu μόνο ουσία.
Διαβάστε επίσης:
Πώς η Ελλάδα θα αποκτήσει κοινωνική κατοικία
Κρίσιμα φάρμακα: Οι ελλείψεις και οι παράλληλες εξαγωγές
Η ενεργειακή ατζέντα και η Συνδιάσκεψη για την Ουκρανία στο Βερολίνο