THEPOWERGAME
Οι Σεϋχέλλες δεν είναι καινούργιο μαγαζί. Υπάρχουν στο ίδιο σημείο του Μεταξουργείου από χρόνια ως «γαστροκαφενείο», που σέρβιρε νόστιμα πιάτα με ψαγμένη πρώτη ύλη, δημιουργώντας παράλληλα και πιστό κοινό. Κάποια στιγμή ήρθε και γι’ αυτήν την επιχείρηση το πλήρωμα του χρόνου, όταν ο Φωτεινόγλου έφυγε από την κουζίνα του για να μπει σ’ αυτήν του Fita. Στα τέλη του ’23, όμως, επέστρεψε παρέα με άλλους δύο σεφ, για να το ανοίξει ξανά και να επαναφέρει το πιστό κοινό του μαγαζιού.
Ο Μάνος Ζουρνατζής, που είχε λάμψει με το Cucina Povera στο Παγκράτι, έβαλε περισσότερο βάρος στο όνομά του με τη συμμετοχή του στην πρώτη φάση του Coocoovaya και διατήρησε κατόπιν το κρεατοφαγικό Gastone σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο. Ο Γιάννης Μαρκαδάκης είναι ο τρίτος του σχήματος, γνωστός από το επιτυχημένο Stellar Gastro Cinema, ένα συμπαθητικό concept με ανεβασμένα πιάτα σε διάρκεια προβολής ταινίας.
Υπογραφές με βάρος, που εγγυώνται το γευστικό αποτέλεσμα και που σε κάνουν να πιστέψεις πως τίποτα δεν μπορεί να πάει λάθος. Ή μήπως όχι;
Πήγαμε πεινασμένοι και παραγγείλαμε με όρεξη. Ανοίξαμε με ταραμοσαλάτα, στην οποία βρήκαμε ως μια προσπάθεια να μιμηθεί την υπέροχη αντίστοιχη του «Τσίφτης Γαστροκουτούκι». Με ελαιόλαδο και τριμμένο φύκι nori. Αν είχε και το κονφί λεμονιού, θα ήταν σχεδόν ίδια. Τη συνοδέψαμε με ένα ωραιότατο προζυμένιο καρβελάκι, που ήρθε ζεστό και λαχταριστό. Η σαλάτα των χορταρικών, όμως, ήταν αποτυχία. Το ταλαιπωρημένο αμπελοφάσουλο με κανέναν τρόπο δεν δικαιολογούσε την παρουσία του, τα λοιπά λαχανικά περίμεναν μήπως τους κληρώσει μια ποσότητα από το τσιγκούνικο σε ποσότητα τουλουμοτύρι Νάξου για να αποκτήσουν ένα κάποιο γευστικό ενδιαφέρον. Την προσπεράσαμε για την πιο ικανοποιητική χορτόπιτα με φύλλο γιουφκά, φέτα Κοζάνης και γιαούρτι.
Η άλλη μεγάλη απογοήτευση ήταν τα ρεβίθια με λαδολέμονο και μαραθόριζα. Αυτά τα μικρόσπερμα, ξερικά συνήθως ρεβίθια έχουν βαθιά γήινη γεύση. Δεν τη βρήκαμε, ούτε βρήκαμε κάποιο χύλωμα, παρά τις προσδοκίες που δημιουργεί η περιγραφή. Η μοσχαρίσια γλώσσα με πατάτα και λάχανο ήταν καλή, με ενδιαφέρουσα κρούστα στο εξωτερικό της, όπως σχετικά καλό ήταν και το ζυγούρι γάστρας, αν και το χουνκιάρ που το συνόδευε δεν είχε ιδιαίτερη ένταση. Ενδιαφέρον ήταν και το συκώτι με πίκλα αγγούρι, αλλά με αρκετά σκληρά κομμάτια, που μάλλον δείχνει πλημμελή προετοιμασία.
Σημαντική απογοήτευση ήταν και οι παπαρδέλες με καβουρμά και γαλομυζήθρα. Αυτό ήταν ένα από τα πιάτα-σύμβολα της προηγούμενης ζωής του μαγαζιού, αλλά τώρα δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με ό,τι ίσχυε. Σχεδόν εξαφανισμένη η πλούσια δεμένη σάλτσα με τη γενναία δόση του τυριού. Μα με τι καρδιά αφήνεις ένα τέτοιο ζυμαρικό, που δημιουργήθηκε για να φτυαρίζει σάλτσα σε κάθε σου μπουκιά, να προσπαθεί να κάνει δουλειά με έναν στεγνό καβουρμά;
Κατά τα λοιπά, το σέρβις ήταν ταχύτατο και ευγενικό, η κάρτα κρασιών είχε ενδιαφέρουσες επιλογές, περίπου στο διπλάσιο της λιανικής τους τιμής, και το μενού έχει καθημερινές εναλλαγές των πιάτων.
Δικαιώνεται, λοιπόν, η προσπάθεια αναβίωσης των Σεϋχελλών;
Αν καταλήγεις να προσπαθείς να μετρήσεις τα πιάτα που άξιζαν, αν φτάνεις να απορρίπτεις σχεδόν τα μισά απ’ όσα δοκίμασες, έχεις ήδη εντοπίσει το πρόβλημα. Η παρουσία των ονομάτων πίσω από την επιχείρηση (μαγείρων επαναλαμβάνουμε και όχι επιχειρηματιών) δεν θα έπρεπε να σε αφήνει να φτάσεις σε τέτοιον απολογισμό. Θα έπρεπε να φεύγεις με τις καλύτερες εντυπώσεις και να προγραμματίζεις ήδη την επόμενή σου επίσκεψη. Δεν συμβαίνει, όμως, αυτό. Το παράδοξο, δε, είναι πως στο τωρινό σχήμα συμμετέχει και ο ίδιος σεφ που δημιούργησε την αρχική φήμη. Ανεξήγητα πράγματα.
Μήπως, λοιπόν, να δεχτούμε πως μερικά πράγματα είναι καλό να τα αφήνουμε να σβήσουν με ακέραιη την αίγλη που τα συνόδευε; Αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη των σεφ να παραμείνουν δραστήριοι σε διαρκώς relevant και φρέσκα μαγαζιά, αλλά όσο οι προσπάθειες καταλήγουν μέτριες, θα μπαίνουν σε έναν φαύλο κύκλο με φθίνουσα, δυστυχώς, πορεία στη φήμη τους.
Αλλά πάλι, το μαγαζί ήταν γεμάτο και οι παρέες έδειχναν να περνάνε πολύ καλά, επομένως η κεφαλαιοποίηση-εξαργύρωση της φήμης μάλλον λειτουργεί κανονικά. Οπότε, να άλλο ένα κείμενο που θα πάει στα αζήτητα.
Πάντως, το ενδεχόμενο να καταφύγουμε σε λογοπαίγνιο με το Μεταξουργείο, τις μεταξωτές κορδέλες και τις παπαρδέλες (που κάνουν ρίμα με το Σεϋχέλλες) μόλις που το αποφύγαμε.
Διαβάστε επίσης:
Η Calvin Klein επιστρέφει στις πασαρέλες
Τo deal Apple με OpenAI που αλλάζει τα δεδομένα στα iPhone
Αccenture: Σε πράσινο powertech παίκτη έχει μετατραπεί η ΔΕΗ