THEPOWERGAME
Στο παρελθόν έχουμε φάει ονειρεμένα στο Cookoovaya. Όταν άνοιξε, δέκα χρόνια πριν, η σύμπραξη των πέντε σεφ παρουσίασε ένα πολυσυλλεκτικό, καλοδουλεμένο μενού, με πολλά δημιουργικά στοιχεία, που μας είχε ενθουσιάσει. Ήταν τόσο καλή η δουλειά που γινόταν, που κάναμε γνωριμίες εκεί μέσα με αφορμή την κουβέντα για τα πιάτα με διπλανές παρέες (true story!).
Τελευταία φορά που πήγαμε ήταν πριν από 3 χρόνια. Μόλις είχε επιτραπεί η λειτουργία των εστιατορίων μετά το lockdown. Τα πιάτα ήταν ρουτινιάρικα και συνηθισμένα, χωρίς την αρχική δημιουργικότητα, η ανοιχτή κουζίνα, που σου επέτρεπε να βλέπεις την κίνηση των μαγείρων, υπολειτουργούσε, για να ετοιμάσει μια πολύ περιορισμένη κάρτα, και φύγαμε με μια βαθιά αίσθηση απογοήτευσης. Αλλά το θεωρήσαμε φυσικό, επειδή γενικώς ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος, ειδικά για την εστίαση.
Από τότε οι πέντε σεφ χωρίστηκαν, καταπιάστηκαν με νέα projects, που προφανώς τους ενδιέφεραν περισσότερο από επιχειρηματικής άποψης, και η Cookoovaya έμεινε στα χέρια του ενός εκ των πέντε, του Περικλή Κοσκινά. Δεν είναι τυχαίος ο Κοσκινάς, έχει κάνει μίλια στην εστίαση επιπέδου. Και σωστά αποφάσισε να κρατήσει το εστιατόριο στο context «ελληνική, αστική κουζίνα», κρατώντας και αρκετά πιάτα από την προηγούμενη «ζωή» του μαγαζιού, που είχαν και εξαιρετική επιτυχία.
Ανανεωμένος ο χώρος, πολύ πιο όμορφος, με λιγότερα τραπέζια και προσθήκη ενός bar απέναντι από την ανοιχτή πάντα κουζίνα. Με αρκετές παρεμβάσεις, που έχουν κάνει τον χώρο πιο κομψό και έχουν δώσει αρκετό αέρα πολυτέλειας. Πολύ ελκυστικό περιβάλλον, όμορφα στημένα τραπέζια, σωστός φωτισμός, μεγάλη κάβα.
Ξεκινήσαμε με μεγάλες προσδοκίες. Από τα ωμά πήραμε τη γαρίδα Κοιλάδας με χτένι, αβοκάντο, τσίλι, λάιμ, κόλιανδρο. Δεν κατάφερε να μας συγκινήσει. Τα υλικά είναι τόσο ψιλοκομμένα, που δύσκολα τα πιάνεις με το πιρούνι. Και γι’ αυτό η γεύση τους έχει κατακλυστεί από το μαρινάρισμα. Δεν υπήρχε δηλαδή η απαραίτητη μάζα της σάρκας που θα έβγαζε γευστική ουσία στο δάγκωμα. Αδικήθηκε και το χτένι και η γαρίδα.
Περάσαμε στην ταραμοσαλάτα με τις λεπτές, ξεροψημένες πιτούλες. Κι εδώ το πιάτο, όπου κυριαρχούσε το κρεμμύδι (και που δοκιμάζω πάντα για να καταλάβω την προσέγγιση ενός εστιατορίου ψαρικών), δεν κατάφερε να μπει στο top 5 μας. Κατόπιν δοκιμάσαμε το χτένι με την καπνιστή μελιτζάνα και jalapeno. Ευαίσθητη και λεπτή η γεύση του χτενιού, αν κάνεις το λάθος να τη συνδυάσεις με κάτι γευστικά κυρίαρχο, την έχασες. Εδώ λοιπόν η μελιτζάνα ήταν αναγκαστικά τόσο χαμηλωμένη, που δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε το κάπνισμα. Κι άλλη απογοήτευση.
Περάσαμε στη «μαραθόπιτα στα κάρβουνα», που έρχεται συνοδεία ενεός πολύ δροσιστικού γιαουρτιού και με pesto άνηθου. Γευστικότατο πιάτο, που αναπτέρωσε τις ελπίδες για τη συνέχεια.
Στα κυρίως, το ψάρι ημέρας ήταν φαγκρί, που κατά δήλωση του καλού σερβιτόρου που μας εξυπηρετούσε (και ας σημειώσουμε εδώ το ότι είναι πολυπληθές και ευγενέστατο το προσωπικό), ήταν αλιευμένο κάπου κοντά στην Εύβοια. Το πήραμε σε μορφή πλακί με πουρέ πατάτας και επίσης ψητό, με χόρτα και λαδολέμονο. Το ψητό ήταν εντελώς στεγνό και απαιτούσε προσθήκη αλατιού (!) και πιπεριού, με σωστά βρασμένα όμως τα χόρτα, το πλακί με δύο ροδέλες τομάτας ήταν παντελώς ανούσιο. Στο διπλανό τραπέζι άλλες ένας πελάτης έριχνε αλάτι στη φέτα ψητού ψαριού που επίσης του είχε φτάσει, άρα μάλλον δεν ήταν τυχαίο το σφάλμα.
Κλείσαμε με μια τάρτα αχλάδι με παγωτό, που δικαίως έχει παραμείνει από την πρώτη ζωή του εστιατορίου.
Μείναμε με πολλά μεγάλα ερωτηματικά. Πώς γίνεται να αποσπά διακρίσεις και αστέρια η σημερινή Cookoovaya και παρά το ότι καλείσαι να πληρώσεις περί τα 100 ευρώ ανά άτομο, να μη βρίσκεις εντάσεις, να αναζητείς το γευστικό βάθος, που αποτελεί προστιθέμενη αξία κάθε επώνυμου σεφ; Πώς γίνεται να πρέπει να προσθέσεις αλατοπίπερο σε ένα στεγνό ψάρι για να αποκτήσει ενδιαφέρον, να βλέπεις να πνίγεται η λεπτή φέτα ψαριού μέσα στον πουρέ και την ντομάτα και να μην καταλαβαίνεις τι τελικά τρως; Πώς γίνεται να μην εντοπίζεται η φρεσκάδα και η ποιότητα της πρώτης ύλης;
Αντιληπτό, το εστιατόριο αυτό είναι πολύ ακριβό στη συντήρησή του. Πολλά τα τετραγωνικά, πολύ το προσωπικό, ακριβή η διακόσμηση και οι κατασκευές που έχουν προστεθεί. Όλα αυτά ανεβάζουν τον λογαριασμό. Αλλά δεν θα έπρεπε η γευστική εμπειρία του δείπνου να είναι αδιαμφισβήτητα ανάλογη;
Αυτό που μας έμεινε τελικά είναι η απορία: μπορεί να κάναμε τόσο λάθος ώστε να μην καταφέρουμε να εντοπίσουμε τα στοιχεία που απέσπασαν τα αστέρια και τις διακρίσεις, κάτι που κάνει αυτό το κείμενο προφανώς άκυρο; Ως άνθρωπος με καλή διάθεση και με δεδομένη τη φήμη του σεφ Κοσκινά, δεν έχω πρόβλημα να δεχτώ πως μάλλον αυτό συμβαίνει.
Οπότε αυτό είναι ένα εντελώς ανακριβές κείμενο.
Διαβάστε επίσης:
Στα χνάρια της F1: Χλιδάτα ξενοδοχεία για τα τριήμερα των Grand Prix
Πώς να κάνετε τις διακοπές σας αξέχαστες
HDF Energy Greece: Στόχος οι μονάδες υδρογόνου στην Ελλάδα