THEPOWERGAME
Υπάρχει μια γενικότερη τάση για μείωση του κόκκινου κρέατος. Και διότι έχει αποδειχθεί πως η συχνή κατανάλωσή του δεν είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη για την υγεία, αλλά και για λόγους που έχουν να κάνουν με τη βιωσιμότητα και την κατανάλωση πόρων. Επίσης, δεν τρώμε συχνά πλέον μοσχαρίσιο κρέας. Κυρίως διότι το μεγαλύτερο ποσοστό μοσχαρίσιου κρέατος που παράγεται σχεδόν αποκλειστικά βιομηχανικά πλέον στη χώρα μας έχει απολέσει από καιρό τη δυνατότητα να δώσει κάποια ιδιαίτερη γευστική εμπειρία. Έχουμε αρχίσει να στρεφόμαστε προς τη Μεσογειακή Διατροφή.
Ισχύει; Το διαπιστώνετε κι εσείς;
Α, όχι; Δεν πειράζει. Εμείς, πάντως, το κάνουμε.
Άλλος ένας λόγος είναι πως τα «κρεατάδικα» που σερβίρουν ιδιαίτερες μοσχαρίσιες κοπές έχουν πιστέψει για τα καλά πως πρέπει να είναι νεοπλουτίστικες boutiques. Θέλουν να κολακεύονται έχοντας παρκαρισμένες Porche στο κατώφλι τους. Ειδικά κάποια μαγαζιά που θέλουν να μιμηθούν τις «δόξες» του Salt Bae (κατά κόσμον Νουσρέτ Γκιοκτσέ) στα βιντεάκια που κυκλοφορούν στα κοινωνικά μέσα, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι κανονικά σκυλάδικα. Και κάπως έτσι, τα αμνοερίφια περιορίστηκαν στα λαϊκά μαγαζιά.
Κι όμως, το να φας μια ιδιαίτερη «κοπή», ένα γευστικό κρέας ολόσωστα ψημένο, δεν θα έπρεπε να απαιτεί ξιπασμένα σόου και σταριλίκια. Απαιτεί, όμως, έναν προσγειωμένο εστιάτορα, που να έχει και την απαραίτητη ανησυχία για το τι θα σερβίρει συνολικά. Να προσέξει την πρώτη του ύλη, να κάνει τη διαφορά, να δικαιολογεί την έξοδο.
Και για να το βρούμε αυτό το μαγαζί, φτάσαμε στο Βοχαϊκό Κορινθίας! Μία ώρα από την Αθήνα. Στο «Εβίβα» συγκεκριμένα. Όπου η παλιά ταβέρνα στην πλατεία του περιποιημένου, καθαρού χωριού, που κληροδοτήθηκε στα δύο αδέρφια από τον πατέρα, έγινε ένας ναός κρεατοφαγίας για απαιτητικούς. Όμορφα νεοκλασικά στο χωριό δείχνουν πως κάποτε η σταφίδα έφερνε πλούτο στον κάμπο. Πολύ περιποιημένο και το εστιατόριο, κομψό και ευρύχωρο, χωρίς πουθενά να φαίνεται προσπάθεια να προσελκυστεί ο νεοπλουτισμός του κτηνώδους SUV.
Το menu περιλαμβάνει σχεδόν τα πάντα. Από αρκετές οικονομικές επιλογές, όπως το πεντανόστιμο μπιφτέκι, το εξαιρετικό λουκάνικο, μέχρι t-bone steak από Black Angus και Wagyu Αυστραλίας μακράς ωρίμανσης. Και το ότι υπάρχουν οικονομικές επιλογές είναι κάτι που κάνει «αταξικό» το εστιατόριο. Συνειδητά, λοιπόν, κράτησαν το όνομα του καταστήματος «Εβίβα», που παραπέμπει σε ψησταριά/ταβέρνα. Κυριακή μεσημέρι, η φροντισμένη αυλή τους στο πίσω μέρος του εστιατορίου ήταν ασφυκτικά γεμάτη.
Ξεκινήσαμε με το απίστευτο συκώτι, που απογειώθηκε ακόμα περισσότερο όταν ζητήσαμε και προσθέσαμε λίγο εξαιρετικό παρθένο αγουρέλαιο της περιοχής (πράγμα που δείχνει σαφέστατα την προσοχή σε όλο το φάσμα της πρώτης ύλης που χρησιμοποιούν). Κολασμένα τραγανά chips πατάτας. Εμπνευσμένη και εμβληματική η σαλάτα-σπανακόπιτα με βουτυράτο φύλλο Βηρυτού και μουστάρδα-μέλι.
Επιλέξαμε μπούτι προβάτου 25ήμερης ωρίμανσης, πικάνια, t-bone και μπριζόλα κόντρα 70 ημερών ωρίμασης (black angus από ισπανική φάρμα με πιστοποιημένες πολιτικές ευζωίας των ζώων), ήρθαν όλα ψημένα τέλεια. Όχι, το ότι το μοσχάρι είναι από Ισπανία δεν το κάνει «Μεσογειακή Διατροφή».
Ο επαγγελματισμός του μαγαζιού, όμως, δεν είναι εμφανής μόνο στα πιάτα. Το προσωπικό είναι εκπαιδευμένο και γρήγορο, το σερβίρισμα γίνεται με ολόσωστο timing και ξέρουν όλοι να κόβουν σωστά το κρέας στο σερβίρισμα! Ξέρουν πολύ καλά τα πολλά ελληνικά και ξένα κρασιά που σερβίρουν. Και όλα αυτά στο Βοχαϊκό, έτσι; Όχι στα Αθηναϊκά βόρεια προάστια. Μην ξανακούσουμε, λοιπόν, δικαιολογίες για το πόσο δύσκολο είναι να στήσεις ένα σωστό εστιατόριο στην επαρχία.
Στην ταινία Field of Dreams του ’89, με τον Κέβιν Κόστνερ, ακούγεται η φράση «build it and they will come». Ναι, σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι το location, η «πιάτσα» που θα κάνει ένα εστιατόριο επιτυχημένο. Το φτιάχνεις και αυτοί που πρέπει να σε βρουν, θα σε βρουν. Βρείτε το.