THEPOWERGAME
Αίσθηση έχει προκαλέσει η πρόσφατη κατ’ αρχήν συμφωνία στα πλαίσια της συνάντησης των επτά μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, γνωστών ως G7, να επιβληθεί παγκοσμίως ένας ελάχιστος φόρος 15% στα κέρδη των εταιρειών, ώστε να μην επωφελούνται από τις ανά χώρα διαφορές, όπως γίνεται μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα να υπάρχει απώλεια φορολογικών εσόδων. Το επόμενο βήμα θα είναι η να ακολουθήσει συζήτηση στη σύνοδο των 20 μεγάλων χωρών, το γνωστό G20, και εφόσον επιτευχθεί και εκεί συμφωνία να ανατεθεί στον ΟΟΣΑ να θεσπίσει τους τεχνικούς κανόνες της συμφωνίας, που τελικά θα γίνουν με κάποιους τρόπους δεσμευτικοί για όλες τις χώρες.
Σε πρώτη ανάγνωση, η συμφωνία φαίνεται ως ένα θετικό βήμα, αφενός για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, αφετέρου για την κατάργηση των λεγόμενων φορολογικών παραδείσων. Ας σημειώσουμε βέβαια ότι ο όρος αυτός είναι ιδιαίτερα συγκεχυμένος και περιγράφει τις χώρες που έχουν κάποιου είδους ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς για μία ή περισσότερες κατηγορίες εισοδήματος και συναλλαγών. (Ας προσέξουμε εδώ, διότι με αυτή τη λογική και η Ελλάδα έχει ευνοϊκούς φορολογικούς κανόνες για κάποιους τομείς, όπως η ναυτιλία ή οι ξένοι υψηλού εισοδήματος, και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ίσως μια μέρα να βρεθεί στο στόχαστρο των διεθνών οργανισμών ως «φορολογικός παράδεισος»).
Παρά την κατ’ αρχήν θετική αντιμετώπιση της συμφωνίας για τον ελάχιστο εταιρικό φόρο, τίθενται δυο πολύ σοβαρά θέματα που χρήζουν συζήτησης. Το πρώτο αφορά στο δικαίωμα επέμβασης στην οικονομική πολιτική των άλλων χωρών: είναι θεμιτό επτά μεγάλες και οικονομικά ισχυρές χώρες να επιβάλουν τη θέλησή τους σε δεκάδες άλλες μικρότερες, οι οποίες έχουν η κάθε μία τις ιδιαιτερότητές της, τη δική της οικονομική πολιτική, τις συναλλακτικές της συνήθειες και τις πολιτικές της ισορροπίες; Με ποιο σκεπτικό (και κυρίως με ποια νομιμοποίηση) θα επιβάλλουν λ.χ. στη Βουλγαρία φόρο τουλάχιστον 15% όταν η χώρα αυτή έχει αποφασίσει εδώ και 25 χρόνια να βασίσει την οικονομική της πολιτική στη χαμηλή φορολογία και έχει επιλέξει έναν ενιαίο φόρο για όλες τις πηγές εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων 10%; Πώς θα επιβάλλουν το ίδιο σε μια μικρή ασιατική ή αφρικανική χώρα, η οποία δεν έχει τη δύναμη να αντιδράσει σε μια τέτοια συμφωνία, έστω κι αν τυπικά της ζητηθεί η «γνώμη» σε κάποια διάσκεψη που θα ακολουθήσει στα πλαίσια του ΟΟΣΑ; Από πού προκύπτει ότι οι μεγάλες και ισχυρές χώρες δρουν πάντοτε με γνώμονα το καλό της ανθρωπότητας και χωρίς δεύτερες, ιδιοτελείς, σκέψεις;
Το δεύτερο ζήτημα που τίθεται είναι η «ουσία» ενός τέτοιου φόρου. Ο εταιρικός φόρος είναι εξ ορισμού ένας ονομαστικός φόρος· εφαρμόζεται επί των κερδών μιας εταιρείας. Το πώς προκύπτουν λογιστικά τα κέρδη είναι μια άλλη υπόθεση και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εσωτερική φορολογική νομοθεσία της κάθε χώρας, την πρακτική που ακολουθείται από κάθε φορολογική αρχή, (πχ. την ευκολία με την οποία αναγνωρίζονται τα έξοδα της επιχείρησης) και πολλούς άλλους παράγοντες. Έτσι, ενώ μέχρι πρότινος η ονομαστική φορολογία των αμερικανικών επιχειρήσεων ήταν στο 37%, η πραγματική, (effective taxation) ήταν για τους περισσότερους μεγάλους ομίλους κοντά στο μηδέν. Και αυτό διότι είχαν τις δυνατότητες και την τεχνογνωσία να χρησιμοποιήσουν όλες τις χρηματοοικονομικές τεχνικές, όπως τις πράξεις επί παραγώγων, που μείωναν «τεχνικά» τα κέρδη τους, έτσι ώστε να πετυχαίνουν μηδενική φορολογία. Προφανώς το ίδιο θα γίνει και σήμερα, με ίσως ακόμη πιο εξεζητημένες τεχνικές, πράγμα που θα οδηγήσει στην επιβολή του ελάχιστου φόρου μόνο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Συνδυάζοντας τα δύο ζητήματα, τη νομιμοποίηση της επιβολής από τις μεγάλες στις μικρές χώρες και τη διαιώνιση των δυνατοτήτων φοροαποφυγής των μεγάλων εταιρειών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κατ’ αρχήν θεμιτή αυτή συμφωνία μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα απ’ αυτά που αναμένουμε. Διότι για να έχει κάποια ουσία ο ελάχιστος εταιρικός φόρος θα προκύψει σύντομα η ανάγκη εναρμόνισης των φορολογικών νομοθεσιών αλλά και των πρακτικών των φορολογικών αρχών όλων των χωρών του πλανήτη. Αυτό σήμερα μπορεί να φαίνεται αδύνατο, αλλά δεν αποκλείεται, σε μια μελλοντική φάση της συμφωνίας, να καταστεί κύριο αίτημα των μεγάλων χωρών, με θέσπιση ακόμη πιο δεσμευτικών κανόνων που, υπό την απειλή κυρώσεων, να επεμβαίνουν ακόμη πιο βίαια στην εσωτερική οικονομική πολιτική και τις διοικητικές ικανότητες της κάθε χώρας, αδιαφορώντας για τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν σ’ αυτήν. Εάν εξελιχθεί έτσι η κατάσταση, θα βρεθούμε στη μεγαλύτερη απώλεια κυριαρχίας των μικρών χωρών, μέσω της οικονομίας, που έχει συμβεί ποτέ στη σύγχρονη Ιστορία.