THEPOWERGAME
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, θα συναντηθεί το πρωί της Δευτέρας με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ενώ το μεσημέρι της ίδιας ημέρας θα έχει συνάντηση και με τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια με θέμα τις διμερείς σχέσεις, καθώς και τις περιφερειακές και διεθνείς εξελίξεις.
Παράλληλα, συνεχίζονται οι διμερείς επαφές για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τόσο με διπλωματικές επαφές, όσο και στο πλαίσιο του μηχανισμού αποκλιμάκωσης του ΝΑΤΟ μεταξύ στρατιωτικών στελεχών. Και στο βάθος η συνάντηση(;) του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο της Τουρκίας στο πλαίσιο της σύσκεψης του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο.
Σημαντική λεπτομέρεια, για το πώς θα εξελιχθεί το κλίμα αυτής της επίσκεψης και τι θα επιτύχει, αποτελεί η αφετηρία της επίσκεψης Τσαβούσογλου από τη Θράκη, ενώ ταυτόχρονα οι κατηγορίες και οι λεκτικές επιθέσεις του συνόλου των στελεχών της τουρκικής κυβέρνησης, εναντίον της Ελλάδας και του πρωθυπουργού, συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό.
Δικαίως, λοιπόν, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς με όλη αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τι προσδοκά η Ελλάδα από αυτές τις επαφές και γιατί συνεχίζει να επιμένει να προσέρχεται στο διάλογο;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Ξεκινώντας από την οικογένειά μας την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι γενική η διαπίστωση πως η δυστυχώς δεν μπορεί να έχει ουσιαστική παρέμβαση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πολλές φορές αναλύεται η συμπεριφορά μεμονωμένων κρατών (της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, ακόμη και της εκτός Ε.Ε. Μεγ. Βρετανίας), αλλά και της θεσμικής εκπροσώπησης της Ενωμένης Ευρώπης, ως αποτέλεσμα της απόκλισης των στρατηγικών συμφερόντων. Και είναι απόλυτα φυσιολογικό, αφού η Ε.Ε. αποτελεί μια οικονομική ένωση, που θα ήθελε κάποτε να αποτελέσει μια ενιαία πολιτική οντότητα.
Η διπλωματική της δύναμη εξαντλείται σε μια σειρά από κυρώσεις, κάποιες από αυτές διοικητικού χαρακτήρα, άλλες επί προσώπων, σίγουρα όμως όχι τέτοιες που να τρομάξουν τον Τούρκο Πρόεδρο που είτε αδιαφορεί για τη διπλωματική γλώσσα, ή επιθυμεί να κάνει ανέξοδη επίδειξη δυνάμεων για εσωτερική κατανάλωση.
Οι περισσότεροι αξιωματούχοι σε θέσεις-κλειδιά αναλύουν την Τουρκία μέσα από «γυαλιά» που είναι επιεικώς ξεπερασμένα, ενώ ταυτόχρονα απορούν γιατί η Αθήνα αναζητεί στηρίγματα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ο «θείος Τζο»
Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας διανύουν τη χειρότερη περίοδό τους. Η οριστική αποπομπή από το πρόγραμμα των F-35, οι S-400 και το ζήτημα της Γενοκτονίας των Αρμενίων τις έχουν ήδη δυναμιτίσει αρκετά. Το «κερασάκι» θα είναι η εξέλιξη της υπόθεσης Halkbank, που αγγίζει προσωπικά τον Τούρκο πρόεδρο.
Η δυσπιστία απέναντι στην Τουρκία, αλλά και προσωπικά στον Ερντογάν, έχει βαθύνει πολύ στην Ουάσιγκτον που θεωρεί πολλές από τις κινήσεις της Τουρκίας αδικαιολόγητα εχθρικές, είτε αφορούν τη Χαμάς και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα ή άλλα θέματα. Κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης Μπάιντεν δίνουν τεράστια έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα, γεγονός που δεν καταπίνει εύκολα ο Τούρκος ηγέτης.
Αξιωματούχοι και αναλυτές που ήταν φανατικοί υποστηρικτές του δόγματος «να μη χάσουμε ποτέ την Τουρκία» είτε έχουν αλλάξει γνώμη, ή δεν δίνουν πια καμία μάχη υπέρ των συμφερόντων της Άγκυρας.
Παράλληλα, θεωρούν πως ο πρόεδρος Ερντογάν προσπάθησε να τορπιλίσει τις συμφωνίες που έγιναν επί Τραμπ μεταξύ Ισραήλ και Η.Α.Ε., ωθώντας τη Hamas και τη Hezollah σε πιο σκληρές θέσεις ώστε να προκληθεί κρίση και να καταστεί ανέφικτη η προσέγγιση του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο.
Με άλλα λόγια, η Τουρκία έχει χάσει τους βασικούς φίλους της στις ΗΠΑ. Ακόμη και το Πεντάγωνο, που ήταν πάντοτε το τελευταίο και ισχυρό ανάχωμα στην υπεράσπιση των τουρκικών θέσεων, έχει διχαστεί.
Ταυτόχρονα το ρήγμα της Τουρκίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο έχει και αυτό βαθύνει, και πολύ δύσκολα θα ξανακλείσει. Ειδικά όσο στην εξουσία βρίσκονται οι «θανάσιμοι» πια αντίπαλοι, ο Νετανιάχου, ο Σίσι και ο Ερντογάν.
Η παρουσία της Ελλάδας στην Αν. Μεσόγειο ενοχλεί την Τουρκία
Τη σημασία της εμβάθυνσης της ελληνικής και αμερικανικής συμμαχίας για τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής έχει επανειλημμένα τονίσει ο Πρέσβης των Η.Π.Α. στην Ελλάδα Τζέφρι Πάιατ. Οι σχέσεις των δύο κυβερνήσεων βρίσκονται σε πολύ υψηλό επίπεδο, μέσω και της επέκτασης/αναβάθμισης της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας, που αποτελεί σκέλος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της αυξανόμενης ρωσικής κινητικότητας και της ολοένα και μεγαλύτερης κινεζικής επιρροής.
Θα πρέπει, ωστόσο, να θυμόμαστε ότι η Ουάσιγκτον δύσκολα θα «ξεπεράσει» κάποιες κόκκινες γραμμές στη στρατηγική συνεργασία με την Ελλάδα, ενόσω η σχέση με την Τουρκία θα βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Κάποιοι αναλυτές ποντάρουν στην αναζωογόνηση της σχέσης μετά το τέλος της «εποχής Ερντογάν». Ίσως και η κυβέρνηση Μπάιντεν να αποβλέπει σε μία τέτοια έκβαση.
Qvo Vadis?
Με βάση όλα τα παραπάνω, το ερώτημα που αβίαστα πηγάζει είναι αν μπορούμε «να τα βρούμε» με την Τουρκία σήμερα. Η απάντηση είναι ξεκάθαρα «όχι». Όποιος αφελώς πιστεύει το αντίθετο ζει σε μιαν άλλη εποχή και νομίζει ότι έχει απέναντί του μιαν άλλη Τουρκία και έναν άλλο Ερντογάν.
Σήμερα η Άγκυρα έχει σκληρύνει τη διαπραγματευτική της θέση. Επιμένει να βάζει στο τραπέζι, από την αρχή και χωρίς κανένα πρόσχημα, τις δύο ελληνικές κόκκινες γραμμές: την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και τις γκρίζες ζώνες, την αμφισβήτηση δηλαδή της ελληνικής κυριαρχίας επί κατοικημένων και μη νησίδων. Ταυτόχρονα, θέτει εκτός διμερούς διαπραγμάτευσης τα ελληνικά δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο με τη δικαιολογία ότι αφορούν τα συμφέροντα τρίτων χωρών, δηλαδή της Λιβύης και της Αιγύπτου. Χωρίς να συνυπολογίσουμε τις εξτρεμιστικές θέσεις περί “δύο ανεξάρτητων κρατών” για το κυπριακό.
Για τα ελληνικά συμφέροντα, ο «πάγος» ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Άγκυρα, αλλά και η ευρύτερη διπλωματική της απομόνωση, εγκυμονεί ευκαιρίες και ρίσκα. Μια Τουρκία εντελώς αποκομμένη από τις ΗΠΑ δεν θα έχει κανένα «χαλινάρι» εάν συμβεί κάτι στο Αιγαίο. Από την άλλη, η Ελλάδα μπορεί να αναλάβει νέους ρόλους και να διεκδικήσει κάποιου τύπου άτυπες ή πρακτικές εγγυήσεις ασφαλείας.
Με δεδομένες τις τουρκικές θέσεις παγιωμένες και αμετακίνητες, η διαπραγμάτευση δεν θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Τα αδιέξοδα στη διπλωματία είτε συντηρούνται τεχνητά στον πάγο, όταν συμφέρει και τις δύο πλευρές, είτε εξελίσσονται σε έναν ψυχρό πόλεμο, που ενίοτε γίνεται και θερμός.
Γι’ αυτό το λόγο, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να επιδιώκει την, έστω και μετ’ εμποδίων, διπλωματική προσέγγιση, αλλά και να προετοιμάζεται…