THEPOWERGAME
Όλες οι υποχρεώσεις του εργαζόμενου προς τον εργοδότη του, οι απορρέουσες εκ της συμβατικής τους σχέσης εργασίας, όπως είναι η υποχρέωση παροχής εργασίας, τήρησης του κανονισμού λειτουργίας της επιχείρησης, η παρεπόμενη υποχρέωση παράλειψης πράξεων ανταγωνισμού, παύουν και αποσβήνονται με τη λύση της, η οποία μπορεί να συντελεστεί είτε με την αποχώρηση του εργαζόμενου ή με την απόλυση του τελευταίου. Ωστόσο, εργαζόμενος και εργοδότης, κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας, έχουν τη δυνατότητα, να διαπραγματευτούν και να συμφωνήσουν την υποχρέωση του εργαζόμενου να μην προσληφθεί από ανταγωνίστρια εταιρεία (ρήτρα περί παράλειψης πράξεων ανταγωνισμού) κατά το χρονικό διάστημα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας του. Η παραπάνω ρήτρα οφείλει να είναι έγγραφη. Περαιτέρω, για να είναι και έγκυρη, δηλαδή προκειμένου να παράγει δεσμεύσεις και έννομα αποτελέσματα, ελέγχεται ο νόμιμος ή μη, ο καταχρηστικός ή μη χαρακτήρας της, με βάσει τα εξής τέσσερα κριτήρια.
Η εύλογη χρονική διάρκεια της απαγόρευσης
Η ρήτρα περί μη ανταγωνισμού με ισχύ και μετά τη λήξη της σύμβασης οφείλει να έχει εύλογη χρονική διάρκεια για να είναι ισχυρή, καθώς διαφορετικά ο εργαζόμενος θα καταδικάζονταν στην ανεργία και στην αποξένωση από το επάγγελμά και τον κλάδο του. Η σχετική κρίση για τον εύλογο ή μη χαρακτήρα του χρονικού διαστήματος της απαγόρευσης κρίνεται από τα δικαστήρια εν όψει της συγκεκριμένης κάθε φορά περίπτωσης με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Από την μέχρι σήμερα νομολογιακή αντιμετώπιση του θέματος στη χώρα μας ως εύλογη μετασυμβατική χρονική δέσμευση έχει θεωρηθεί το χρονικό διάστημα, το οποίο κυμαίνεται από ένα έως δύο έτη.
Το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης
Πρωτίστως θα πρέπει να σημειωθεί ότι το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης, όπως και οι υπόλοιποι όροι που συνθέτουν τη ρήτρα, επί ποινή ακυρότητας, θα πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς και με σαφήνεια. Συνεπώς η ρήτρα επιβάλλεται να έχει περιορισμένο (αυστηρά προσδιορισμένο) γεωγραφικό πεδίο ισχύος, η έκταση του οποίου να δικαιολογείται από τα εύλογα οικονομικά συμφέροντα του εργοδότη, στα οποία αποβλέπει η σχετική ρήτρα. Με άλλα λόγια, θα πρέπει το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της δέσμευσης να περιορίζεται εκεί, όπου ο εργαζόμενος πραγματικά είναι σε θέση να ανταγωνιστεί τον πρώην εργοδότη του. Οπωσδήποτε πρέπει να θεωρείται άκυρη ρήτρα μη ανταγωνισμού, που δεν προβλέπει κανένα περιορισμό της μετασυμβατικής απαγόρευσης σε ορισμένη εδαφική περιοχή.
Η οριοθέτηση της απαγόρευσης από άποψη αντικειμένου
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία των ελληνικών αλλά και των ευρωπαϊκών (π.χ. γαλλικών) δικαστηρίων η ρήτρα πάσχει από ακυρότητα, όταν εισάγει μια αόριστη και γενικευμένη απαγόρευση, η οποία δεν είναι οριοθετημένη κατ’ αντικείμενο σε ένα συγκεκριμένο τομέα δραστηριότητας και δεν καταλείπει στον εργαζόμενο, κατά το χρόνο ισχύος της, επαγγελματικές ή επιχειρηματικές διεξόδους ανάλογες με την επαγγελματική εκπαίδευση και γνώση, που διαθέτει. Περαιτέρω επιβάλλεται η μετασυμβατικά απαγορευμένη δραστηριότητα να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προηγούμενη θέση και λειτουργία του εργαζομένου στην επιχείρηση (π.χ. ενόψει των επαγγελματικών μυστικών που γνωρίζει ή των επαφών που διατηρεί με τον κύκλο των πελατών της, κ.λπ.).
Η παροχή αντισταθμιστικής αποζημίωσης για τον περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας του εργαζομένου
Κατά πρώτον φαίνεται τουλάχιστον ανεπιεικές και έρχεται σε προφανή αντίθεση με τις επιταγές της καλής συναλλακτικής πίστης και των χρηστών ηθών (ΑΚ 178, 281), ο εργοδότης, εκμεταλλευόμενος την πλεονεκτική έναντι του εργαζομένου διαπραγματευτική θέση του, να συνάπτει στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας ρήτρες, οι οποίες δυσχεραίνουν σημαντικά την μετέπειτα επαγγελματική και οικονομική πρόοδο του εργαζομένου, χωρίς αυτές να συνοδεύονται από μια ανάλογη προς το οικονομικό όφελος του εργοδότη αντιπαροχή, η οποία να αντισταθμίζει τη ζημία εργαζομένου λόγω μη τήρησης των συμφωνηθέντων.