THEPOWERGAME
Στο άρθρο αυτό θα αναφερθώ εν συντομία στα θέματα της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, και πως αυτά σχετίζονται με την χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Πέραν της σημασίας τους για την εξέλιξη των βασικών μακροοικονομικών μεταβλητών όπως ο πληθωρισμός, η απασχόληση, το εισόδημα, η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο και στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ενώ επηρεάζουν επίσης καθοριστικά και τα μεγέθη των επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Βασικός παράγων που θα καθορίσει τις εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ είναι ο πληθωρισμός σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα (medium-term). Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό αξιολογούνται κυρίως με βάση στοιχεία και υποδείγματα.
Τα περισσότερα υποδείγματα υποδηλώνουν ότι το πρόσφατο άλμα του πληθωρισμού είναι προσωρινό, και οφείλεται σε εξωγενείς αυξήσεις στους τομείς των ενεργειακών προϊόντων, οι οποίες αναμένεται να εξαλειφθούν μετά το πρώτο εξάμηνο του 2022, και στις ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης που προκάλεσε η πανδημία σε αρκετούς κλάδους της παγκόσμιας οικονομίας, οι οποίες, και αυτές, αναμένεται να εξαλειφθούν.
Το αν θα γίνει μονιμότερο ή όχι θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, π.χ. τις μισθολογικές συμβάσεις. Το 2022 ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 2% και 3%, και κάτω από το 2% το 2023. Στην Ελλάδα, ο πληθωρισμός αναμένεται να κυμανθεί σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα, τόσο το 2022 όσο και το 2023, ενώ το 2021 αναμένεται να κλείσει κάτω από 1% παρά την αύξηση του τελευταίου τριμήνου λόγω της αύξησης των τιμών των ενεργειακών προϊόντων.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα υποδείγματα αυτά, δεν αναμένεται υψηλός πληθωρισμός μεσοπρόθεσμα. Αν οι προβλέψεις αυτές αποδειχθούν ακριβείς, θα συνεχιστεί η διευκολυντική νομισματική πολιτική από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Σ’ αυτή την περίπτωση, εφόσον όλοι οι άλλοι παράγοντες παραμείνουν σταθεροί, ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Όμως, έχουν ληφθεί τόσο νομισματικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος δύο βαθμίδων (two-tier) για τον εκτοκισμό των υπολοίπων που τηρούν τα πιστωτικά ιδρύματα στο Ευρωσύστημα πέραν των υποχρεωτικών αποθεματικών, όσο και μακροπροληπτικά και μικροπροληπτικά μέτρα που αμβλύνουν αυτές τις επιπτώσεις. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής έχει βοηθήσει να περιοριστούν στο ελάχιστο οι αρνητικές συνέπειες της πανδημίας στη συνολική οικονομική δραστηριότητα και με αυτό τον τρόπο έχει προσφέρει σημαντική στήριξη στους ισολογισμούς των τραπεζών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Σε συνδυασμό με τα μακροπροληπτικά μέτρα που έχουν ληφθεί, μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε ότι οι νομισματικές αρχές και οι αρχές τραπεζικής εποπτείας στήριξαν σημαντικά τους ισολογισμούς των τραπεζών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στη διάρκεια της πανδημίας.
Οι νέες καθοδηγητικές ενδείξεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για τη μελλοντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της (forward guidance) υποδηλώνουν ότι προϋπόθεση για να προχωρήσουμε σε ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής είναι ο πληθωρισμός να φθάσει το 2% πολύ πριν το τέλος του χρονικού ορίζοντα των μακροοικονομικών προβολών και να παραμείνει σε αυτό το επίπεδο σε όλη την υπολειπόμενη διάρκεια του υπό εξέταση χρονικού ορίζοντα.
Αυτή η προϋπόθεση όμως δεν έχει ακόμη εκπληρωθεί, καθώς ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει το 2023 και πάλι σε επίπεδα που θα υπολείπονται σε σχέση με το μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Ως εκ τούτου, εξακολουθεί να είναι αναγκαία μια διευκολυντική νομισματική πολιτική.
Υπάρχουν κρίσιμες διαφορές ανάμεσα στην παρούσα κατάσταση και στην περίοδο της μεγάλης κρίσης που ξέσπασε το 2010.
Ένα δίδαγμα που αποκόμισαν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα από εκείνη την περίοδο ήταν να μην εμμένουν σε φιλοκυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές.
Η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους, και αυτό θα πρέπει να συνεχιστεί στο σημερινό περιβάλλον όπου τα βασικά επιτόκια έχουν πλέον διαμορφωθεί στο κατώτατο αποτελεσματικό όριο.
Αυτό δεν είναι «ανάθεμα» ούτε αντίθετο προς την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών. Και ασφαλώς δεν σημαίνει κυριαρχία της δημοσιονομικής πολιτικής επί της νομισματικής, αλλά είναι μια προσπάθεια να διασφαλιστούν ευνοϊκές χρηματοδοτικές συνθήκες και η ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και να αποφευχθεί ο νομισματικός και χρηματοπιστωτικός κατακερματισμός στη ζώνη του ευρώ.
Μια θετική εξωτερικότητα της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι ότι καθιστά τη δημοσιονομική πολιτική πιο αποτελεσματική από ό,τι στην περίπτωση μιας νομισματικής πολιτικής υψηλών επιτοκίων, που θα είχε ως αποτέλεσμα να εκτοπίζεται η δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα.
Σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η διαφορά ρυθμού επιτοκίου-ανάπτυξης (snowball effect) θα παραμείνει αρνητική, δηλαδή ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ να υπερβαίνει το επιτόκιο εκτοκισμού του δημόσιου χρέους. Αυτό είναι αναγκαίο για να περιοριστούν τυχόν μελλοντικές ευπάθειες του δημόσιου χρέους.
Παρόλο που ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε σημαντικά, εξαιτίας αφενός των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο της πανδημίας και αφετέρου της υφεσιακής διαταραχής που προκάλεσε η πανδημική κρίση, οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις υποδηλώνουν ότι η δυναμική του χρέους θα βελτιωθεί, υπό την προϋπόθεση ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα εφαρμόσουν αντικυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές και η διαφορά ρυθμού επιτοκίου-ανάπτυξης θα παραμείνει αρνητική.
Η Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης χρέους που ξέσπασε το 2010, προσφέρει χρήσιμα μαθήματα: Παρά τα τρία προγράμματα προσαρμογής που εφαρμόστηκαν μετά την εκδήλωση της κρίσης, και παρόλο που η βελτίωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος ήταν η μεγαλύτερη στην ιστορία του ΟΟΣΑ, στο τέλος του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, το 2018, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ ήταν υψηλότερος από ό,τι στην αρχή της κρίσης.
Αυτό οφειλόταν στο ότι η διαφορά ρυθμού επιτοκίου-ανάπτυξης αντιστάθμισε τη δημοσιονομική προσπάθεια και η φιλοκυκλικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής υπονόμευε αυτή την προσπάθεια. Το λάθος αυτό δεν πρέπει να επαναληφθεί. Οι φιλοκυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές πρέπει να αποφεύγονται πάση θυσία.