THEPOWERGAME
Τις προηγούμενες ημέρες, είδαμε ότι μια καταδίωξη ενός κλεμμένου αυτοκινήτου από αστυνομικούς της ομάδας ΔΙ.ΑΣ., κατέληξε στο θάνατο ενός νέου ανθρώπου, στον τραυματισμό ενός άλλου και στον κίνδυνο ζωής τουλάχιστον 7 αστυνομικών. Αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση του συμβάντος, παρακολουθήσαμε για άλλη μια φορά τη «συζήτηση» που έγινε στα κοινωνικά δίκτυα και στον ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο για το αν έκαναν καλά οι αστυνομικοί ή όχι και αν ήταν ενδεδειγμένη η στάση του Υπουργού προστασίας του πολίτη, ο οποίος «αποδέχτηκε» την παραπομπή των αστυνομικών στη δικαιοσύνη και στον πειθαρχικό έλεγχο και έδωσε εντολή στην ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ., να επανεξετάσει τις επιχειρησιακές διαδικασίες, ενώ αφενός μεν συλλυπήθηκε την οικογένεια του νεκρού, αφετέρου επισκέφθηκε και τους κρατούμενους αστυνομικούς.
Οι 7 αστυνομικοί αφού απολογήθηκαν, με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς όρους μέχρι να γίνει η δίκη τους σε πρώτο βαθμό.
Η σχετική συζήτηση πολλές φορές ήταν ακραία, μεταξύ του «άσπρο ή μαύρο» και δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις φορτισμένη ιδεολογικά, τόσο από εκείνους που θεωρούν ότι οι αστυνομικοί είναι πάντα εκείνοι που ασκούν υπερβολική βία και «δολοφονούν παιδιά» ή ότι οι αστυνομικοί έπραξαν άριστα και πρέπει να τους πούμε και μπράβο.
Το ζητούμενο είναι όμως να μπορέσουμε να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα από το συγκεκριμένο περιστατικό, το οποίο αφορά κυρίως επιχειρησιακές πρακτικές των αστυνομικών και όχι πολιτικές των αρμόδιων κάθε φορά υπουργών, προκειμένου να έχουμε τη γνώση για καλύτερες πρακτικές στο μέλλον.
Πρώτα από όλα, πολύ σωστά οι αστυνομικοί που καταδίωξαν το κλεμμένο αυτοκίνητο- και τελικά η καταδίωξη κατέληξε με ένα 20χρονο νεκρό-, παραπέμφθηκαν στη δικαιοσύνη. Είναι ο μόνος θεσμός για να κρίνει αν υπήρξε η όχι κάποιο αδίκημα, αν υπήρξε άμυνα η όχι. Δεν μπορεί αυτό να κριθεί μόνο από το πειθαρχικό δίκαιο.
Οι νόμιμες διαδικασίες σε μια δημοκρατία πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα για όλους, το ίδιο φυσικά και για τους αστυνομικούς, έστω και αν από τη φύση της δουλειάς τους είναι δυνατό συχνότερα να βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις. Έπρεπε να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία που ακολουθείται για κάθε κατηγορούμενο, ο οποίος έτσι κι αλλιώς έχει το τεκμήριο αθωότητας. Ακόμη και οι χειροπέδες κατά την προσαγωγή τους στην ανακρίτρια και στην εισαγγελέα, όσο και αν αυτό πίκρανε πολλούς, ήταν μέσα στο σύνηθες πλαίσιο για όσους κατηγορούνται για κακούργημα.
Από επιχειρησιακή άποψη, η εμπλοκή των αστυνομικών στην καταδίωξη του κλεμμένου οχήματος, έχει δύο αντίθετα μεταξύ τους χαρακτηριστικά. Πρώτον, ότι οι αστυνομικοί δεν αδιαφόρησαν, αλλά επέλεξαν ευσυνείδητα να πράξουν αυτό που θεωρούσαν καθήκον τους, ξεκινώντας μια καταδίωξη με δίκυκλα που σε κάθε περίπτωση είναι επικίνδυνη για τους ίδιους.
Δεύτερο αντίθετο όμως, χαρακτηριστικό που η ίδια η ενέργειά τους προκάλεσε, δεν είναι άλλο από τη γενική διακινδύνευση της ζωής τους, της ζωής των καταδιωκόμενων και της ζωής ενδεχομένως ανύποπτων πολιτών. Η κρίση για το πότε η διακινδύνευση αυτή είναι δυσανάλογη σε σχέση με το «κέρδος» της σύλληψης των δραστών ενός εγκλήματος, ανήκει καταρχήν στους ίδιους τους αστυνομικούς που βρίσκονται στο πεδίο και με βάση τα στοιχεία που μεταδίδουν στο Κέντρο, μεταφέρεται στους προϊσταμένους τους, οι οποίοι φαίνεται να έδωσαν ορθά εντολή να παύσει η καταδίωξη, δεδομένου ότι το ρίσκο για όλους και ιδιαίτερα για τους ίδιους τους αστυνομικούς ήταν ιδιαίτερα αυξημένο, έναντι της σύλληψης για ένα πλημμέλημα. Το αν η εντολή τελικά έφτασε στους αποδέκτες, και αν λειτουργεί το σύστημα επικοινωνιών επαρκώς προφανώς είναι κάτι που πρέπει άμεσα να διερευνηθεί και να διορθωθεί, όντας απαράδεκτο για μια σύγχρονη Αστυνομία.
Η συνετή διαχείριση των αστυνομικών δυνατοτήτων και η χρήση επιχειρησιακών μεθόδων που βασίζονται στην αποτελεσματικότητα χωρίς τη διακινδύνευση της ζωής κανενός, είναι ο βασικός κορμός της έννοιας της «νόμιμης βίας».
Με βάση το συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά και άλλα στο παρελθόν φαίνεται ότι η επιχειρησιακή χρήση των μονάδων Δίκυκλης Αστυνόμευσης (ΔΙ.ΑΣ.), χρειάζεται αναθεώρηση. Οι αστυνομικοί των δίκυκλων δεν είναι για καταδιώξεις και εγκλωβισμούς. Ούτε μπορούν εύκολα να υποκαταστήσουν το σύνολο των αναγκαίων αστυνομικών δράσεων. Είναι τρομερά ευάλωτοι! Ας ρίξουν οι υπεύθυνοι μια ματιά στα στατιστικά στοιχεία θανάτων και τραυματισμών και ας πάψουμε όλοι να επαινούμε ως «ήρωες» νέους ανθρώπους, φορτώνοντάς τους όλο το βάρος του ξεκαθαρίσματος της κοινωνίας από το έγκλημα. Δεν έχουμε ανάγκη από ήρωες και από «θυσίες», αλλά από ικανούς, προστατευμένους και αποτελεσματικούς επαγγελματίες, δημόσιους λειτουργούς. Οι μονάδες ΔΙ.ΑΣ. πρέπει να είναι για γρήγορη συνδρομή σε συμβάντα για βοήθεια σε θύματα, διαφύλαξη σκηνής, προγραμματισμένους ελέγχους, ακόμη και παρακολούθησης δραστών από μακριά. Οτιδήποτε άλλο είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο. Χρειάζονται άλλες αστυνομικές μονάδες για πλήρη επάρκεια σε σοβαρά περιστατικά. Χρειάζεται επειγόντως ανασχεδιασμός των αστυνομικών δράσεων και βέβαια διαχρονικά υπάρχει το πρόβλημα της εκπαίδευσης, ειδικά σε ότι αφορά τη θεωρητική παιδεία των αστυνομικών καθώς και στη διαχείριση άγχους, τη διαχείριση θυμού και υπερβάλλοντος ζήλου αλλά και το σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Τέλος, το ότι ο νεκρός ήταν Ρομά, ανέδειξε ένα άλλο τεράστιο ζήτημα ρατσισμού που εμφιλοχωρεί στην Ελληνική κοινωνία και φάνηκε περίτρανα στα Social Media και όχι μόνο. Ένα ζήτημα που έχει τόσο την όψη της αυξημένης παραβατικότητας τους από τη μια αλλά και τη γενική απόρριψη και ρατσιστική αντιμετώπισή τους από το σύνολο της κοινωνίας και το κράτος, από την άλλη.
Η ανάγκη πολιτικών ενσωμάτωσης και ένταξής τους στο σύνολο των κοινωνικών και κρατικών λειτουργιών είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Μια δύσκολη, αλλά απαραίτητη διαδικασία η οποία πρέπει να εμπλέκει το σύνολο των κρατικών θεσμών αλλά και των κοινωνικών δράσεων.