THEPOWERGAME
Για τα ελληνικά λιμάνια, αλλά και την ελληνική ναυτιλία εν γένει γεννάται ένα μεγάλο ερώτημα σαν αποτέλεσμα των επιπτώσεων από την κλιματική κρίση: Φαίνεται ότι η αξιοποίηση άλλων δρόμων μέσω των Αρκτικών περιοχών μπορεί να σημάνει μείωση της κυκλοφορίας εμπορικών πλοίων στη Μεσόγειο άρα μείωση της ζήτησης των ελληνικών λιμανιών, και τούτο διότι η διαδρομή μέσω της διώρυγας του Σουέζ δεν θα είναι προτιμητέα.
Με άλλα λόγια, η δημιουργία νέων θαλάσσιων διαδρομών θέτει ζητήματα ανταγωνισμού μεταξύ λιμανιών (ή/και κρατών) και εκτροπής του εμπορίου σε άλλα λιμάνια και θαλάσσιες περιοχές.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ναυτιλιακές επιχειρήσεις και λιμάνια όλου του κόσμου, ανεξαρτήτως της διαθεσιμότητας δια-Αρκτικών διαδρομών, αφενός θα κληθούν να εξετάσουν την επίπτωση της κλιματικής αλλαγής στη λειτουργία τους και να θωρακιστούν απέναντι σε άμεσους ή έμμεσους κινδύνους, αφετέρου θα αναγκαστούν να συμβαδίσουν με τις παγκόσμιες πολιτικές και στόχους σχετικά με την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Γιατί θα συμβούν αυτά;
Είναι πλέον γνωστό και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι μια από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο φυσικό περιβάλλον είναι η άνοδος της θερμοκρασίας παγκοσμίως λόγω των υψηλών επιπέδων αερίων θερμοκηπίου και ιδιαιτέρως διοξειδίου του άνθρακα, η οποία συνεπάγεται και την τήξη των πάγων στις πολικές περιοχές.
Η τήξη των πάγων της Αρκτικής έχει κινήσει το ενδιαφέρον στον κλάδο της ναυσιπλοΐας λόγω της δημιουργίας νέων εμπορικών διαδρόμων και ευκαιριών. Η απελευθέρωση περιοχών που άλλοτε καλύπτονταν από πάγο κάνουν οικονομικά εφικτή τη δια-Αρκτική ναυσιπλοΐα, δίνουν την ευκαιρία πρόσβασης σε περιφερειακούς πόρους, ενώ ενισχύουν την ανάπτυξη της τοπικής ναυτιλίας, την εξόρυξη φυσικών πόρων και τον τουρισμό γύρω από τις πολικές περιοχές.
Η αρκτική ναυτιλία έφερε την Ασία πιο κοντά στην Ευρώπη όσον αφορά τους εμπορικούς πόρους. Εκτός από την προσβάσιμη διαδρομή της Βόρειας Θάλασσας, ως αποτέλεσμα της τήξης των πάγων στην Αρκτική, οι αλλαγές στο κλίμα της Αρκτικής ξεμπλοκάρουν και το Βορειοδυτικό Πέρασμα μεταξύ του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού.
Προφανώς, η βόρεια διαδρομή μέσω της Αρκτικής είναι πιο συμφέρουσα γιατί είναι κατά το ένα τρίτο μικρότερη από εκείνη μέσω της διώρυγας του Σουέζ.
Υποθετικά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η πιο σύντομη διαδρομή θα μειώσει σημαντικά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα των πλοίων, μειώνοντας έτσι και την υπερθέρμανση του πλανήτη και μετριάζοντας το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο, έρευνες έχουν δείξει ότι η ατελής καύση των καυσίμων των πλοίων έχει ως αποτέλεσμα την εκπομπή μαύρου άνθρακα που εναποτίθεται στον πάγο και το χιόνι γύρω τους .
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ανακλαστικής ικανότητας των πάγων (γνωστό και ως snow albedo) συμβάλλοντας έτσι σε σημαντικό μέρος στην περαιτέρω δέσμευση ηλιακής ακτινοβολίας στη Γη και κατ’ επέκταση σε αύξηση της υπερθέρμανσης και μετέπειτα τήξη των πάγων , .
Έτσι παρόλο που η αυξημένη ναυτιλία στην Αρκτική μπορεί να προσφέρει ευκαιρίες εμπορικής και κοινωνικής ανάπτυξης, οι αυξημένες περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις που σχετίζονται με αυτή την αύξηση είναι ανησυχητικές για το μέλλον και την εξέλιξη του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής.
Πέρα από αυτά ακόμη και με τις δραματικές ποσότητες πάγου που λιώνουν στην Αρκτική, αυτή είναι βατή για τα πλοία μόνο το σύντομο καλοκαίρι, ενώ το κόστος που συνεπάγεται η μετατροπή σκαφών ώστε να πλεύσουν στα παγωμένα νερά είναι μεγάλο.
Επιπλέον η τήξη των πάγων έχει ως αποτέλεσμα την αποκόλληση κομματιών πάγου διαφόρων μεγεθών που πηγαίνουν σε μεγάλο βάθος και κινούνται ανάλογα με τους ανέμους και τα ρεύματα. Αυτά τα κινούμενα κομμάτια πάγου είναι επικίνδυνα για ορισμένα πλοία γιατί δυσκολεύουν την πλεύση τους και μπορεί ακόμη και να τα παγιδέψουν.
Επίσης τα στενά περάσματα που αφήνουν, περιορίζουν σε μεγάλο βαθμό την κυκλοφορία κυρίως των μεγαλύτερων πλοίων που είναι και τα πιο κατάλληλα για χρήση στην Αρκτική. Επιπροσθέτως, με τα μικρότερης χωρητικότητας πλοία, περιορίζονται τα φορτία που θα μπορούσαν να μεταφερθούν.
Τέλος, αν και το καλοκαίρι είναι η καλύτερη περίοδος για τη ναυτιλία στην Αρκτική, ανακύπτουν πολλά προβλήματα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου λόγω της πυκνής ομίχλης και της έλλειψης οπτικής επαφής που είναι πρακτικά ο μόνος τρόπος για να εντοπιστούν τα επιπλέοντα κομμάτια πάγου αφού άλλα συστήματα πλοήγησης όπως αεροσκάφη επόπτευσης ή δορυφόροι είναι πολύ ακριβά για μια εποχική κυκλοφορία.
Άρα λοιπόν τα ελληνικά λιμάνια, που τόσο επώδυνα περιήλθαν σε χέρια ιδιωτών επενδυτών τα τελευταία χρόνια, έχουν να αντιμετωπίσουν – θα λέγαμε άμεσα – ερωτήματα μακροχρόνιας βιωσιμότητας.
Εκτός αν εφησυχάσουν με την λογική «ποιος ζει – ποιος πεθαίνει» μέχρι το 2035 ή το 2050 που στοχεύει η παγκόσμια κοινότητα σε μηδενικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Αλλά το 2035 – κατά μία πιο πρακτική λογική – είναι σαν «αύριο».
Μην ξεχνάμε ότι τα καταστατικά των ανωνύμων εταιριών καθορίζονται για 50 ή 100 χρόνια. Οι ορίζοντες στενεύουν και οι κίνδυνοι μπορούν να εμφανιστούν ανά πάσα στιγμή.