Ένα από τα πιο φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα της εποχής μας, αυτό της προσιτής στέγασης, φέρνει στο προσκήνιο νέα μελέτη της Alpha Bank, η οποία φωτίζει τις πολυδιάστατες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα τα ελληνικά νοικοκυριά.
Σύμφωνα με τη μελέτη της τράπεζας, η αύξηση των τιμών των κατοικιών ξεπερνά κατά πολύ την αύξηση των εισοδημάτων, με αποτέλεσμα τη σημαντική επιδείνωση της δυνατότητας απόκτησης ιδιόκτητης στέγης. Την ίδια ώρα, η ενοικίαση καθίσταται εξίσου δύσκολη υπόθεση, με το 70% των πολιτών να δηλώνει πως τα ενοίκια δεν είναι πια προσιτά.
Όπως αναφέρει η έρευνα της Alpha Bank, η ελληνική στεγαστική πολιτική, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στηρίχθηκε κυρίως στην ιδιωτική πρωτοβουλία, μέσω αντιπαροχής και οικογενειακής βοήθειας, χωρίς να υπάρχει εκτεταμένη κρατική παρέμβαση. Από το 1994 και ιδιαίτερα μετά την είσοδο στην Ευρωζώνη το 2001, ο ενυπόθηκος δανεισμός άρχισε να υποκαθιστά τις αποταμιεύσεις, αυξάνοντας τη ζήτηση για κατοικίες. Αυτή η τάση ενισχύθηκε έως την οικονομική κρίση του 2008, όταν και ο δανεισμός περιορίστηκε δραστικά.
Σήμερα, η ζήτηση για κατοικίες διαμορφώνεται από διάφορους παράγοντες, όπως η αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων, οι οποίες έφτασαν τα 2,8 δισ. ευρώ το 2024, επηρεάζοντας κυρίως περιοχές υψηλής ζήτησης. Η οικονομία διαμοιρασμού, κυρίως μέσω πλατφορμών όπως το Airbnb, ενίσχυσε τη ζήτηση για κατοικίες προς επένδυση, περιορίζοντας τη διαθεσιμότητα για μακροχρόνιες μισθώσεις. Επίσης, η τηλεργασία και η αλλαγή των προτιμήσεων των πολιτών οδήγησαν σε αύξηση της ζήτησης για μεγαλύτερους χώρους και σπίτια εκτός των κέντρων των πόλεων, ιδιαίτερα από νέους και οικογένειες. Η πολιτισμική προτίμηση για ιδιοκατοίκηση παραμένει ισχυρή, με το 74% των Ελλήνων να θεωρεί την αγορά κατοικίας ως καλή επένδυση.
Μόνο 1 στους 10 Έλληνες σχεδιάζει να αγοράσει κατοικία την επόμενη διετία
Η έρευνα πεδίου της QED για την Alpha Bank δείχνει ότι το 12% των Ελλήνων σχεδιάζει να αγοράσει κατοικία τα επόμενα δύο χρόνια, με το 54% να θεωρεί την αγορά μη εφικτή και το 70% να δηλώνει ότι τα ενοίκια δεν είναι προσιτά σε σχέση με τους μισθούς. Στην προσφορά κατοικιών, τα κύρια προβλήματα είναι η γήρανση του αποθέματος, καθώς το 64% των κατοικιών είναι άνω των 30 ετών, και το υψηλό κόστος κατασκευής λόγω αύξησης των τιμών υλικών και ενέργειας. Η κατασκευαστική δραστηριότητα, περιορισμένη την περίοδο 2010–2020, αυξάνεται από το 2016, αλλά η προσφορά δεν επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση. Επίσης, οι βραχυχρόνιες μισθώσεις αποσύρουν πολλές κατοικίες από τη μακροχρόνια ενοικίαση, κυρίως σε τουριστικές περιοχές, οδηγώντας σε αύξηση των ενοικίων.
Η απόκλιση μεταξύ εισοδημάτων και τιμών κατοικίας είναι εμφανής, καθώς οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται πιο γρήγορα από τα εισοδήματα, καθιστώντας την κατοικία λιγότερο προσιτή. Η αύξηση των τιμών κατοικιών το 2023 ήταν 13,9% και το 2024 8,7%, ενώ το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε με βραδύτερο ρυθμό, 8,1% το 2023 και 5,6% το 2024. Ο δείκτης τιμής κατοικίας προς εισόδημα παραμένει πάνω από τον μακροχρόνιο μέσο όρο, εντείνοντας τις πιέσεις στην προσβασιμότητα.
Η οικονομική επιβάρυνση των νοικοκυριών για τη στέγαση είναι πλέον εμφανής, με το 42% των νοικοκυριών με στεγαστικό δάνειο να δαπανούν πάνω από το 30% του μηνιαίου εισοδήματός τους για τη δόση του δανείου, ενώ το 52% των ενοικιαστών πληρώνει πάνω από το 30% του εισοδήματός του για το ενοίκιο. Η επιβάρυνση φτάνει στο 60% για όσους έχουν διαθέσιμο εισόδημα κάτω των 1.450 ευρώ.
Η έρευνα της QED για την Alpha Bank αποκαλύπτει ότι το 54% των πολιτών θεωρεί την αγορά κατοικίας ανέφικτη, ενώ το 39% τη θεωρεί δύσκολα εφικτή. Το 68% πιστεύει ότι τα ενοίκια δεν είναι προσιτά και το 60% αναμένει περαιτέρω αύξηση των ενοικίων και των τιμών κατοικιών τα επόμενα πέντε χρόνια. Παρά τις δυσκολίες, η ιδιοκατοίκηση παραμένει βασική επιθυμία, με το 74% των Ελλήνων να τη βλέπει ως επένδυση ζωής, αν και η μετάβαση στη δική τους κατοικία καθυστερεί, με το μέσο όρο αποχώρησης από τη γονική στέγη να είναι τα 35 χρόνια.
Η ελληνική στεγαστική πολιτική, η οποία για δεκαετίες ήταν περιορισμένη και αποσπασματική, βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο των κυβερνητικών παρεμβάσεων. Το πρόγραμμα «Σπίτι μου» επανεκκινήθηκε το 2025 με νέους όρους, ενώ το «Ανακαινίζω – Ενοικιάζω» προωθεί την αξιοποίηση του παλιού κτιριακού αποθέματος. Νέα φορολογικά κίνητρα δρομολογούνται για όσους αποσύρουν ακίνητα από τη βραχυχρόνια μίσθωση, και ένα νέο πρόγραμμα κοινωνικής αντιπαροχής με συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι σε εξέλιξη.