Απογοητευτικές είναι οι τιμές των ακινήτων στα αστικά κέντρων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με όσα ανέφερε στο Mega ο Λευτέρης Ποταμιάνος, πρόεδρος μεσιτών Αττικής, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ενοικιαστών στα άλλα κράτη είναι στο 27%, ενώ στην Ελλάδα στο 35%, γεγονός που υπογραμμίζει την ανασφάλεια και τον φόβο των πολιτών πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την αγορά ακινήτου.
Δύο παράμετροι που έχουν συμβάλει στην αύξηση των ενοικιαστών, όπως ανέφερε η δικηγόρος Κατερίνα Φραγκάκη, είναι πως αρκετοί πολίτες έχασαν τα σπίτια τους σε πλειστηριασμούς το περασμένο χρονικό διάστημα, καθώς και η αύξηση των διαζυγίων.
Οι πολίτες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, καθώς οι τιμές των ενοικίων αυξάνονται πολύ περισσότερο σε σχέση με τις αντίστοιχες αυξήσεις στο μισθό.
Ενδεικτικά, μια οικογένεια που θέλει να νοικιάσει ένα διαμέρισμα 80 τετραγωνικών, θα χρειαστεί να πληρώσει:
-Αμπελόκηποι 750€-850€
-Εξάρχεια 800€-950€
-Χαλάνδρι 800€-950€
-Καλλιθέα 700€-750€
Περιστέρι 630€-700€.
Οι πολίτες δυσανασχετούν και είπαν στην κάμερα του MEGA ότι η κυβέρνηση τους έχει αφήσει αβοήθητους στον αγώνα εύρεσης κατοικίας με τις τιμές των ενοικίων να έχουν πάρει φωτιά. Τι αντικρίζουν όσοι και όσες αναζητούν σπίτι; Διαμερίσματα μικρά, πάρα πολύ παλιά, σε άθλια κατάσταση, αλλά με τιμές… στα ύψη!
Όπως έχει γράψει το powergame.gr, η λιγότερη προσιτή πόλη ως προς το κόστος στέγασης για τους πολίτες της στην Ευρώπη είναι σήμερα η Αθήνα, σύμφωνα με όσα αναφέρει η πρόσφατη έρευνα της Oxford Economics. Με το 27,9% των Ελλήνων να ξοδεύει πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του σε στέγαση, την ώρα που οι τιμές κατοικιών αυξήθηκαν κατά 8,7% το 2024, με ήπια επιβράδυνση στο 6,6% το 4ο τρίμηνο και πρωταγωνιστή της ακρίβειας τα νεόδμητα ακίνητα. Αυτή η κατάσταση οφείλεται σε έναν συνδυασμό διαρθρωτικών παραγόντων της ελληνικής αγοράς κατοικίας και αδύναμων οικονομικών θεμελίων. Ως το επίκεντρο της κρίσης χρέους της ευρωζώνης, η Ελλάδα παρουσίασε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη την τελευταία δεκαετία, ενώ η αύξηση των μισθών παρέμεινε στάσιμη.