Η οικοδομική δραστηριότητα στην Ελλάδα έχει υποστεί μια δραματική πτώση τα τελευταία 15 χρόνια. Από το 2010 έως το 2019, μόλις το 6% των ακινήτων κατασκευάστηκε, ενώ η τάση συνεχίζεται με ακόμη πιο αργούς ρυθμούς την περίοδο 2020-2025, όπου το ποσοστό πέφτει στο 2%. Αντιθέτως, η μεγαλύτερη συγκέντρωση ακινήτων εντοπίζεται στη δεκαετία του 1970, με την πλειοψηφία των πολιτών να ζει σε σπίτια αυτής της περιόδου, ακολουθούμενη από τα ακίνητα της δεκαετίας 1980-1989.
Σύμφωνα με τα νέα ευρήματα της Focus Bari, παρά το γεγονός ότι 68% των Ελλήνων είναι ιδιοκτήτες ενός τουλάχιστον ακινήτου η δραστηριότητα στον τομέα των ανακαινίσεων των κατοικιών στην Ελλάδα δείχνει αρκετά περιορισμένη. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η πλειοψηφία των ιδιοκτητών, συγκεκριμένα το 56%, δεν έχει προχωρήσει σε καμία ανακαίνιση κατοικίας την τελευταία πενταετία. Αυτό το γεγονός υποδηλώνει μια στάσιμη ή συντηρητική προσέγγιση στις ανακαινίσεις, παρά τη συνεχιζόμενη ανάγκη για βελτίωση των κατοικιών.
Αντίθετα, περίπου το 29% των ιδιοκτητών έχει ανακαινίσει μία μόνο κατοικία, ενώ το 10% έχει προχωρήσει σε ανακαίνιση δύο κατοικιών. Μόλις το 5% των ιδιοκτητών έχει ανακαινίσει τρεις ή περισσότερες κατοικίες κατά την ίδια περίοδο. Αυτά τα ποσοστά υποδεικνύουν ότι, παρά τη γενικότερη απροθυμία για μεγάλης κλίμακας ανακαινίσεις, υπάρχει ένα ικανοποιητικό ποσοστό ιδιοκτητών που επενδύει στην αναβάθμιση των ακινήτων του.
Ωστόσο, η τάση δείχνει ότι περίπου το 44% των ιδιοκτητών έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον μία ανακαίνιση, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη ενός σημαντικού ποσοστού ιδιοκτητών που επενδύουν στη βελτίωση των ακινήτων τους, παρόλο που η συνολική δραστηριότητα παραμένει συγκρατημένη.
Πόσα ξοδεύουν οι Έλληνες στις ανακαινίσεις
Η μέση δαπάνη στις ανακαινίσεις φτάνει τα 10.075 ευρώ, όπως αποκαλύπτει η έρευνα της Focus Bari. Η κατανομή του ύψους της επένδυσης δείχνει ότι σχεδόν ένας στους τρεις (31%) ξόδεψε μεταξύ 10.000 και 20.000 ευρώ, ενώ αντίστοιχο ποσοστό (29%) επένδυσε 5.001 έως 10.000 ευρώ. Μόλις το 4% των ιδιοκτητών ξεπέρασε τις 50.000 ευρώ, επιβεβαιώνοντας ότι οι πολύ μεγάλες επενδύσεις παραμένουν η εξαίρεση. Το 12% δήλωσε ότι οι ανακαινίσεις τους κόστισαν έως 2.000 ευρώ.
Ωστόσο, ο παράγοντας που φαίνεται να επηρεάζει καθοριστικά το ύψος της επένδυσης είναι το ετήσιο εισόδημα του νοικοκυριού. Τα δεδομένα αποκαλύπτουν μια ξεκάθαρη συσχέτιση μεταξύ εισοδήματος και δαπάνης για ανακαινίσεις.
Στα νοικοκυριά με εισόδημα έως 9.999 ευρώ, κυριαρχούν οι μικρές και μεσαίες επενδύσεις: το 33% δαπάνησε 5.001 έως 10.000 ευρώ, ενώ το 26% περιορίστηκε κάτω από τις 5.000 ευρώ. Αντίθετα, μόλις το 6% αυτής της ομάδας προχώρησε σε πιο εκτεταμένες ανακαινίσεις (πάνω από 20.000 ευρώ).
Καθώς ανεβαίνουμε εισοδηματικά, οι δαπάνες αυξάνονται αντίστοιχα. Στην κατηγορία 10.000 – 19.999 ευρώ, η πλειοψηφία (34%) επένδυσε 10.000 – 20.000 ευρώ, ενώ ένα διόλου ευκαταφρόνητο 16% ξεπέρασε τις 20.000 ευρώ. Ακόμη πιο έντονη είναι η εικόνα στην ομάδα 20.000 – 29.999 ευρώ, όπου οι επενδύσεις άνω των 10.000 ευρώ ξεπερνούν το 59% συνολικά, με αυξημένη παρουσία και στην κατηγορία των 20.000 – 50.000 ευρώ.
Εκεί όμως που η εικόνα αλλάζει δραστικά είναι στα νοικοκυριά με εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ. Σε αυτή την ομάδα, το 42% επένδυσε 20.000 έως 50.000 ευρώ, ενώ το 12% ξεπέρασε τις 50.000 ευρώ, ποσοστά που δεν παρατηρούνται σε καμία άλλη εισοδηματική κατηγορία. Η μέση ανακαίνιση αφορά 1,7 ακίνητα, τον υψηλότερο αριθμό απ’ όλες τις ομάδες.
Η έρευνα αναδεικνύει με σαφήνεια ότι η διάθεση για ανακαίνιση υπάρχει σε όλες τις εισοδηματικές τάξεις – όμως, η έκταση και η ένταση των παρεμβάσεων εξαρτώνται άμεσα από την οικονομική δυνατότητα. Από τις συντηρητικές, λειτουργικές παρεμβάσεις των χαμηλότερων εισοδημάτων μέχρι τις εκτεταμένες ανακαινίσεις αναβάθμισης στα πιο εύπορα στρώματα, το κοινό στοιχείο είναι η ανάγκη για καλύτερη ποιότητα ζωής, ενεργειακή αναβάθμιση και μακροπρόθεσμη διατήρηση της αξίας του ακινήτου.
Ένας στους δύο Έλληνες ιδιοκτήτες έχει περισσότερα από ένα ακίνητα
Η σχέση του Έλληνα με την ακίνητη περιουσία παραμένει σταθερή – και πολυεπίπεδη. Νέα στοιχεία από την έρευνα της Focus Bari αποκαλύπτουν ότι οι περισσότεροι ιδιοκτήτες κατοικιών στην Ελλάδα δεν περιορίζονται σε μία μόνο ιδιοκτησία. Συγκεκριμένα, σχεδόν ένας στους δύο κατέχει τουλάχιστον δύο ακίνητα, γεγονός που επιβεβαιώνει την εδραιωμένη κουλτούρα επένδυσης στη γη και τα ακίνητα.
Αν και η πλειονότητα (56%) των ερωτηθέντων δήλωσε ότι διαθέτει μόνο ένα ακίνητο, ένα αξιοσημείωτο 44% έχει περισσότερα από ένα. Συγκεκριμένα, το 23% έχει δύο κατοικίες, το 10% τρεις, ενώ ένα μικρό αλλά όχι αμελητέο ποσοστό (7%) κατέχει πέντε ή και περισσότερα.
Περισσότερες ιδιοκτησίες στην περιφέρεια
Η γεωγραφική κατανομή παρουσιάζει ενδιαφέροντα δεδομένα. Οι ιδιοκτήτες στην Αττική είναι πιο πιθανό να έχουν ένα μόνο ακίνητο – το ποσοστό αγγίζει το 61%. Αντίθετα, στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας, και κυρίως στη Νότια Ελλάδα, οι πολλαπλές ιδιοκτησίες είναι πιο συχνές. Εκεί, λιγότεροι από τους μισούς ιδιοκτήτες περιορίζονται σε μία κατοικία, ενώ περίπου ένας στους πέντε έχει τρεις ή περισσότερες.
Αυτό συνδέεται συχνά με την ύπαρξη εξοχικών, πατρικών ή κληρονομημένων ακινήτων στην επαρχία – στοιχείο που αντανακλά την παραδοσιακή κατανομή περιουσίας σε ολόκληρη τη χώρα.
Το εισόδημα φέρνει… τετραγωνικά
Ο αριθμός ακινήτων που διαθέτει ένας ιδιοκτήτης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από το εισόδημα του νοικοκυριού. Στα πιο χαμηλά εισοδήματα (έως 9.999 ευρώ τον χρόνο), σχεδόν τρεις στους τέσσερις ιδιοκτήτες δηλώνουν πως έχουν μόνο ένα ακίνητο. Όμως όσο ανεβαίνει το οικογενειακό εισόδημα, αυξάνονται και οι ιδιοκτησίες.
Στα νοικοκυριά που δηλώνουν ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ, μόνο τέσσερις στους δέκα περιορίζονται σε μία κατοικία. Το υπόλοιπο 60% διαθέτει δύο, τρεις ή και περισσότερες. Μάλιστα, ένας στους δέκα σε αυτή την κατηγορία δηλώνει ότι κατέχει πέντε ή και παραπάνω ακίνητα, είτε για ιδιοχρησία, είτε ως επενδυτικό κεφάλαιο.
Κληρονομιές, εξοχικά, επένδυση
Η εικόνα που διαμορφώνεται αποτυπώνει με σαφήνεια την ελληνική πραγματικότητα: ένα σημαντικό ποσοστό των πολιτών έχει στην κατοχή του πολλαπλές ιδιοκτησίες, τις οποίες συνήθως έχει αποκτήσει μέσω κληρονομιών ή αγορών παλαιότερων δεκαετιών, όταν οι τιμές ήταν χαμηλότερες και η πρόσβαση στη στέγη ευκολότερη.
Συμπληρωματικά με προηγούμενα ευρήματα για τις επενδύσεις σε ανακαινίσεις, όπου αρκετοί ιδιοκτήτες δηλώνουν ότι έχουν προχωρήσει σε εργασίες όχι μόνο στην κύρια κατοικία αλλά και σε δεύτερο ή τρίτο ακίνητο, γίνεται σαφές πως η πολυϊδιοκτησία παραμένει ένας από τους βασικούς πυλώνες της ελληνικής ιδιοκτησιακής κουλτούρας.