Μόνο ένας στους τέσσερις Έλληνες φαίνεται διατεθειμένος να προχωρήσει σε αγορά ενός ακινήτου τα επόμενα 1-2 χρόνια, καθώς, σύμφωνα με την πανελλαδική έρευνα για την αγορά ακινήτων της Focus Bari, η συντριπτική πλειοψηφία υποστηρίζει ότι οι τιμές είναι υπερβολικά υψηλές. Το 60% των πολιτών μάλιστα θεωρεί ότι οι τιμές την επόμενη 5ετία θα συνεχίζουν να αυξάνονται. Την ώρα που περίπου 7 στους 10 Έλληνες κατέχει ήδη ένα ακίνητο, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά ότι η ιδιοκτησία ακινήτου παραμένει βαθιά ριζωμένη ως νοοτροπία στο ελληνικό νοικοκυριό, όχι μόνο ως ανάγκη στέγασης, αλλά και ως πυλώνας προσωπικής και οικογενειακής ασφάλειας.
Η πρόσβαση σε αξιοπρεπή κατοικία αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα για τα νοικοκυριά στην Ελλάδα. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα της έρευνας, οι δόσεις των στεγαστικών δανείων και τα ενοίκια έχουν προσεγγίσει επίπεδα που καθιστούν την αγορά κατοικίας δυσπρόσιτη για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ιδιαίτερα για τους νέους και τα ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Παράλληλα, τα εισοδήματα παραμένουν είτε σταθερά, είτε μειώνονται, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την οικονομική κατάσταση των πολιτών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, περίπου το 1 στους 3 ιδιοκτήτες ακινήτων εξυπηρετεί σήμερα στεγαστικό δάνειο με μέση μηνιαία δόση ύψους 488 ευρώ. Μεταξύ των ιδιοκτητών που πληρώνουν δόση στεγαστικού δανείου, ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο ότι όσοι έχουν εισόδημα έως 10.000 ευρώ πληρώνουν σχεδόν την ίδια δόση με εκείνους που έχουν εισόδημα από 20.000 έως 30.000 ευρώ (461 έναντι 463 ευρώ).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι ενοικιαστές πληρώνουν ένα ελαφρώς μικρότερο ποσό για να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες. Ο μέσος όρος του μισθώματος ανέρχεται στα 440 ευρώ μηνιαίως, ποσό κοντά στη μέση δόση ενός στεγαστικού δανείου. Το 75% των ενοικιαστών πληρώνει έως 600 ευρώ το μήνα και συγκεκριμένα το 39% δαπανά από 400 έως 600 ευρώ και το 36% από 200 έως 400 ευρώ.
Ανάμεσα στους παράγοντες που επηρεάζουν το στεγαστικό κόστος, οι πολίτες εντοπίζουν ως πιο καθοριστικούς τον πληθωρισμό και το κόστος ζωής, με ποσοστό 47% να αναφέρει ότι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση των στεγαστικών επιβαρύνσεων. Η ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπως καταδεικνύεται από το 43% των συμμετεχόντων στην έρευνα, θεωρείται επίσης σημαντικός παράγοντας, καθώς η αύξηση των βραχυχρόνιων μισθώσεων μειώνει τη διαθεσιμότητα των κατοικιών για μακροχρόνια μίσθωση, επιβαρύνοντας περαιτέρω την κατάσταση. Η περιορισμένη διαθεσιμότητα ακινήτων, η οποία αναφέρεται από το 38% των συμμετεχόντων, αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που εντείνει τις δυσκολίες στην αγορά κατοικίας.
Σύμφωνα με την έρευνα, το 19% των Ελλήνων δηλώνει ότι σκέφτεται θετικά το ενδεχόμενο να αγοράσει κατοικία στο άμεσο μέλλον. Η πρόθεση αυτή είναι πιο έντονη ανάμεσα σε όσους έχουν ήδη κάποιο ακίνητο. Μάλιστα, το ποσοστό ανεβαίνει στο 32% για όσους ήδη αποκτούν εισόδημα από την εκμετάλλευση ακινήτων, κάτι που δείχνει ότι πολλοί δεν βλέπουν την κατοικία μόνο ως ανάγκη, αλλά και ως μία καλή επενδυτική επιλογή.
Οι μισοί Έλληνες θεωρούν τα ακίνητα την καλύτερη επένδυση
Αξιοσημείωτο είναι ότι για το 52% των Ελλήνων τα ακίνητα θεωρούνται μία από τις καλύτερες δυνατές επενδύσεις. Η άποψη αυτή αποτυπώνει την ευρεία εμπιστοσύνη στη σταθερότητα και τη μακροπρόθεσμη αξία της ακίνητης περιουσίας ως επενδυτική στρατηγική.
Σύμφωνα με την έρευνα, περίπου το 33% των ιδιοκτητών ακινήτων δηλώνει ότι αποκομίζει εισόδημα από την εκμετάλλευσή τους. Η κύρια πηγή αυτού του εισοδήματος είναι οι μακροχρόνιες μισθώσεις, τις οποίες επιλέγει το 24% των συμμετεχόντων. Αντίθετα, μόλις το 5% των ιδιοκτητών δηλώνει ότι εισπράττει έσοδα από βραχυχρόνιες μισθώσεις, ενώ άλλες μορφές μίσθωσης -όπως η εμπορική χρήση- αναφέρονται από το 7% των ερωτηθέντων.
Παρ’ όλο που οι βραχυχρόνιες μισθώσεις χρησιμοποιούνται λιγότερο, το 58% των συμμετεχόντων στην έρευνα πιστεύει ότι η επένδυση σε ακίνητο για βραχυχρόνια εκμίσθωση αποτελεί μια καλή επιλογή. Η τάση αυτή δείχνει ότι η συγκεκριμένη στρατηγική αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος, καθώς θεωρείται ότι μπορεί να αποφέρει ελκυστικά οικονομικά οφέλη σε μικρό χρονικό διάστημα.
Παράλληλα, διαφαίνεται αυξανόμενο ενδιαφέρον για πώληση ακινήτων σε περίπτωση αύξησης της αξίας τους, με στόχο την επανεπένδυση σε νέα ακίνητα. Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει την πρόθεση των ιδιοκτητών να αξιοποιήσουν δυναμικά τις ευκαιρίες της αγοράς.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι μόλις το 3% των ιδιοκτητών δηλώνει πως λαμβάνει έσοδα από περισσότερες της μιας μορφές μίσθωσης. Το χαμηλό αυτό ποσοστό φανερώνει περιορισμένη διαφοροποίηση στη στρατηγική αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας.
Όσον αφορά το οικονομικό όφελος, το μέσο ετήσιο εισόδημα από ακίνητα φτάνει τα 9.772 ευρώ. Η πλειονότητα των ιδιοκτητών (50%) δηλώνει εισόδημα έως 5.000 ευρώ ετησίως, ενώ το 25% αποκομίζει μεταξύ 5.000 και 10.000 ευρώ. Το 18% δηλώνει ότι ξεπερνά τα 10.000 ευρώ ετησίως από την εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας του. Τα στοιχεία αυτά σκιαγραφούν την πραγματικότητα ενός σημαντικού αριθμού ιδιοκτητών που στηρίζονται σε σχετικά περιορισμένα έσοδα από τα ακίνητά τους.