THEPOWERGAME
Ανταγωνισμό από τη γειτονική Τουρκία αναμένεται να έχει το ελληνικό πρόγραμμα «Golden Visa», όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία. Ειδικότερα, τη στιγμή που στην Ελλάδα, οι χορηγήσεις αδειών παραμονής σε επενδυτές εκτός Ε.Ε. υπέστησαν καθίζηση το 2020, ελέω πανδημίας, στην Τουρκία, όπου ξεκίνησε να εφαρμόζεται ένα αντίστοιχο πρόγραμμα, καταγράφεται «έκρηξη» νέων αδειών. Σύμφωνα με έρευνα της εξειδικευμένης εταιρείας επενδυτικής μετανάστευσης, Astons, το 2020, το τουρκικό πρόγραμμα κατέγραψε αύξηση κατά 147%, καθώς 13.322 επενδυτές αιτήθηκαν της τουρκικής υπηκοότητας. Πρόκειται για αριθμός πολλαπλάσιο του αμέσως επόμενου δημοφιλέστερου επενδυτικού προορισμού, την περίοδο της πανδημίας, που ήταν το νησί της Αγίας Λουκίας με 2.481 άδειες.
Στον αντίποδα, το 2020, στην Ελλάδα, το αντίστοιχο πρόγραμμα κατέγραψε σημαντική πτώση, λόγω της αδυναμίας των ενδιαφερόμενων επενδυτών να ταξιδέψουν στη χώρα. Συγκεκριμένα, εκδόθηκαν μόλις 403 άδειες παραμονής, μια πτώση της τάξεως του 88,5% σε σχέση με το 2019, όταν είχαν χορηγηθεί συνολικά 3.504 άδειες.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η απήχηση του τουρκικού προγράμματος, οφείλεται σε μια σειρά από λόγους. Καταρχάς, το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό επένδυσης δεν ξεπερνά τα 250.000 δολάρια ΗΠΑ. Επίσης, χορηγείται διαβατήριο και όχι άδεια παραμονή πενταετούς διάρκειας.
Στην Ελλάδα, για να χορηγηθεί διαβατήριο, πρέπει ο επενδυτής να διαμένει μόνιμα στη χώρα για τουλάχιστον επτά διαδοχικά χρόνια. Αντίστοιχα, σε άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως η Πορτογαλία, το σχετικό διάστημα (για την αίτηση διαβατηρίου) είναι μεν μικρότερο στα πέντε χρόνια, αλλά το ελάχιστο ποσό της επένδυσης είναι της τάξεως των 280.000 ευρώ (ή περίπου 340.000 δολάρια ΗΠΑ).
Επιπλέον, ένας καθοριστικός παράγοντας που εκτίναξε την απήχηση του τουρκικού προγράμματος, ιδίως το 2020, αφορά στη δυνατότητα που παρέχεται για λήψη της σχετικής άδειας, χωρίς να απαιτείται διά ζώσης παρουσία. Έτσι, ακόμα κι αν δεν υπήρχε η δυνατότητα να ταξιδέψει κανείς στην Τουρκία, μπορούσε να αιτηθεί και να λάβει διαβατήριο, μέσω του σχετικού προγράμματος. «Πρόκειται για μια σημαντική ευκαιρία για κάποιον που θέλει να μετεγκατασταθεί στην Τουρκία, με το ενδιαφέρον των επενδυτών να αφορά κυρίως την πόλη της Κωνσταντινούπολης», αναφέρει η Astons. Μόλις εξασφαλίσει κανείς την υπηκοότητα, δεν χρειάζεται να αιτηθεί βίζα εργασίας, ή άδεια παραμονής για να παραμείνει μόνιμα στη χώρα.
Επίσης, σημαντικό δέλεαρ αποτελεί και η ίδια η αγορά κατοικίας της Τουρκίας. Για παράδειγμα, οι ετήσιες αποδόσεις στην αγορά κατοικίας της Κωνσταντινούπολης είναι πολύ υψηλότερες από πολλές άλλες πόλεις της Ευρώπης, γεγονός που καθιστά την επένδυση στην τοπική κτηματαγορά, μια ελκυστική επιλογή για πολλούς επενδυτές, από χώρες της Μέσης Ανατολής, της Ευρώπης, ή της Ασίας. Προϋπόθεση είναι βέβαια να διατηρήσει κανείς στην κατοχή του, το ακίνητο που θα αποκτήσει για τουλάχιστον τρία χρόνια. Στη συνέχεια μπορεί να το μεταπωλήσει, πιθανώς και με κέρδος, γεγονός που καθιστά την όλη διαδικασία
απόκτησης διαβατηρίου, σχεδόν δωρεάν.
Σύμφωνα με την Astons, η ανοδική αυτή τάση του προγράμματος επενδυτικής μετανάστευσης της Τουρκίας θα διατηρηθεί και τα επόμενα χρόνια. Η εταιρεία προβλέπει μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 31% μέχρι το 2023, κάτι που μεταφράζεται σε 30.540 επενδυτές. Τα δε συνολικά έσοδα αναμένεται να αγγίξουν τα 7,6 δισ δολάρια, ή και ακόμα παραπάνω αν κάποιοι από τους επενδυτές κινηθούν σε ακριβότερα ακίνητα και δεν περιοριστούν στο ελάχιστο απαιτούμενο ποσό των 250.000 δολαρίων. Πάντως, δεν αποκλείεται να υπάρξει σύντομα και ανταγωνισμός από την Ρωσία, όπου σχεδιάζεται ένα ανάλογο πρόγραμμα για την προσέλκυση ξένων επενδυτών.