THEPOWERGAME
Με απόδοση 7% στο πρώτο τρίμηνο του έτους, τα ελληνικά ακίνητα που στεγάζουν σούπερ μάρκετ βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις της Ευρώπης, λίγο πίσω από την Ουγγαρία (7,2%) με τους επενδυτές realestate να αναζητούν τέτοιους χώρους. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της εταιρείας συμβούλων ακινήτων Savills, ο τομέας των σούπερ μάρκετ, λόγω της αντοχής που επέδειξε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σε σύγκριση με τους άλλους τομείς της λιανικής, προσελκύει ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και στην Ελλάδα είχαμε τους τελευταίους μήνες αρκετές συναλλαγές ακινήτων που στεγάζουν σουπερμάρκετ, όπως μέσω του πλειστηριασμού του χαρτοφυλακίου της Ektasis, μέσω διαγωνισμών που έκαναν εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων, κ.α
Τον τελευταίο χρόνο οι συναλλαγές για αντίστοιχα ακίνητα (σούπερ μάρκετ, υπεραγορές και εκπτωτικά καταστήματα τροφίμων) ήταν αρκετές, με δεδομένη την επιφυλακτικότητα των επενδυτών για τη λιανική εξαιτίας της πανδημίας και της στροφής προς το ηλεκτρονικό εμπόριο, επισημαίνουν οι αναλυτές της Savills. Μάλιστα η κινητικότητα είχε αρχίσει πριν από την πανδημία καθώς από το 2017 η αξία των συναλλαγών αυξάνονταν σχεδόν 46% ετησίως. Το 2020, οι συνολικές επενδύσεις σε ακίνητα που στεγάζουν σουπερμάρκετ, κ.α., στις 16 ευρωπαϊκές αγορές που παρακολουθεί η Savills (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) έφτασε τα 6,5 δισ. ευρώ, με αύξηση 102% έναντι του 2019. Μάλιστα η μέση αξία των συμφωνιών αυξήθηκε σημαντικά, εξέλιξη που αποδίδεται στο γεγονός πως οι επενδυτές επικεντρώθηκαν σε μεγαλύτερα χαρτοφυλάκια.
Πέρυσι, για πρώτη φορά στην ιστορία ο τομέας των σούπερ μάρκετ συγκέντρωσε το 21% των κεφαλαίων που επενδύθηκαν σε ακίνητα λιανικής στην Ευρώπη. Η στροφή έγινε ακόμα πιο έντονη στο πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς καθώς καταγράφονται συναλλαγές 1,33 δισ. ευρώ για 346 ακίνητα, που αντιστοιχούν στο 28% των συνολικών επενδύσεων στη λιανική. Σημειώστε πως συνολικά οι συναλλαγές στο πρώτο τρίμηνο επηρεάστηκαν σημαντικά από την καραντίνα με αποτέλεσμα να είναι αρκετά λιγότερες σε σύγκριση με πέρυσι.
Τα στοιχεία που δείχνουν τις αντοχές των σουπερμάρκετ και καταστημάτων τροφίμων, τη χαμηλότερη πίεση που δέχθηκαν τα ενοίκια σε αυτή την κατηγορία της λιανικής, σε συνδυασμό με την ανάγκη των επενδυτών να τοποθετηθούν σε ακίνητα που εξασφαλίζουν σταθερές αποδόσεις για μακρύ χρονικό ορίζοντα συντηρούν το ενδιαφέρον.
Οι συμφωνίες του τελευταίου χρόνου στηρίχθηκαν σε πώληση και επαναμίσθωση ακινήτων (sale and lease back), καθώς αρκετές εταιρείες σουπερμάρκετ αναζητούσαν κεφάλαια προκειμένου να επενδύσουν στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου αφού οι περισσότερες βρέθηκαν απροετοίμαστες. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η συμφωνία της ισπανικής αλυσίδας σουπερμάρκετ Mercadona, ύψους 180 εκατ. ευρώ, για την πώληση 27 ακινήτων στην LCN Capital Partners ή η συμφωνία (435 εκατ. ευρώ) για την πώληση του 32,5% ιταλικής εταιρείας που ελέγχει ακίνητα της αλυσίδας Esselunga στην Unicredit. Στην Ολλανδία η αλυσίδα JumboSupermarktenπώλησε και επαναμίσθωσε ακίνητα στην Annexum σε μια συμφωνία 302 εκατ. ευρώ. Στο φετινό τρίμηνο η AvivaInvestorsπώλησε το 25,5% που κατείχε σε εταιρεία διαχείρισης 26 καταστημάτων Sainsbury’sστην Βρετανία.
Οι αναλυτές της Savills υπενθυμίζουν πως παρά τη μεγάλη πτώση στις πωλήσεις των καταστημάτων λιανικής ανά την Ευρώπη το 2020, οι πωλήσεις των καταστημάτων τροφίμων αυξήθηκαν κατά 7,5%. Οι προβλέψεις δείχνουν πως η αύξηση θα σταθεροποιηθεί κοντά στο 2,2% ετησίως τα επόμενα χρόνια, με τη συνολική αγορά λιανικής να κινείται κοντά στο 2,7%.
Όσο για τις πωλήσεις των σουπερμάρκετ μέσω Διαδικτύου στην Ελλάδα η αύξηση (κοντά στο 30% σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν) ήταν σχεδόν στο μισό σε σχέση με την αντίστοιχη αύξηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο που ξεπέρασε το 56% έναντι του 2019. Στην έκθεση της Savills επισημαίνεται πως σε αντίθεση με την υπόλοιπη αγορά λιανικής, οι διαδικτυακές πωλήσεις των σουπερμάρκετ πραγματοποιούνται κυρίως μέσω των ίδιων των φυσικών καταστημάτων, με αποτέλεσμα η αξία των τελευταίων να είναι μεγαλύτερη. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ κατάφεραν να ανταποκριθούν στην έκρηξη της ζήτησης λόγω του μεγάλου δικτύου καταστημάτων.