THEPOWERGAME
Σε δυσβάστακτο βάρος έχει εξελιχθεί σήμερα τόσο για τους Έλληνες πολίτες όσο και για τα περισσότερα νοικοκυριά της ευρωζώνης το στεγαστικό κόστος. Οι υψηλές αυξήσεις στις δόσεις αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων λόγω των υψηλών επιτοκίων, η εκτόξευση των ενοικίων και το υψηλό κόστος ζωής εξαιτίας του πληθωρισμού, σε συνδυασμό με τους σταθερά χαμηλούς μισθούς, ιδίως στην Ελλάδα, αποτελούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, που οξύνει τη στεγαστική κρίση σε όλη την Ευρώπη.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΚΤ, στην Ελλάδα οι πολίτες σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ξοδεύουν το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους στη στέγη. Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι σε ονομαστικές αξίες η δεύτερη φθηνότερη χώρα στην ΕΕ, καθώς σε σχέση με άλλες χώρες έχει εξαιρετικά προσιτές τιμές στα ακίνητα για τους ξένους, εάν ληφθεί υπόψη το εισόδημα που έχουν τα ελληνικά νοικοκυριά, τότε θεωρείται η δεύτερη ακριβότερη χώρα στη στέγαση.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Eurostat οι Έλληνες δαπανούν το 34% του μισθού τους, ενώ ο μέσος όρος της Ευρώπης είναι στο 20%. Όπως αναφέρει και η ΕΚΤ, το συνολικό στεγαστικό βάρος των Ελλήνων υπολογίζεται κατά μέσο όρο στα 400 ευρώ μηνιαίως εάν εξαιρεθούν τα στεγαστικά δάνεια. Μαζί με τα στεγαστικά, το μέσο αυτό κόστος ανεβαίνει στα 600 ευρώ.
Αξιοσημείωτο, ωστόσο, είναι ότι μεταξύ του 2017, που οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα είχαν φτάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, και του 2022, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών αυξήθηκε συνολικά κατά 12%. Την ώρα που το ίδιο διάστημα στην Ευρώπη το μέσο εισόδημα αυξήθηκε μόλις κατά 6%.
Βέβαια, από το 2017, όταν και ξεκίνησε η πορεία ανάκαμψης της αγοράς κατοικίας, και μέχρι το τέλος του 2023, οι τιμές στην Αττική είχαν καταγράψει συνολική αύξηση κατά 80%. Αντίστοιχα, στο σύνολο της χώρας η αύξηση άγγιξε το 61%. Ωστόσο, τους πρώτους μήνες του 2024 οι τιμές στην Αττική επέστρεψαν στο προηγούμενο υψηλό τους, που είχε καταγραφεί κατά το τέλος του 2007 και στις αρχές του 2008, δηλαδή πριν ξεσπάσει η κρίση χρέους της χώρας.
Αυτό σημαίνει ότι από το 2024 και μετά -και με δεδομένο ότι οι τιμές συνεχίζουν να κινούνται έντονα ανοδικά- η ελληνική κτηματαγορά εισέρχεται σε «αχαρτογράφητα νερά», καθώς οι αξίες θα βρίσκονται πλέον σε ιστορικά υψηλό επίπεδο και μάλιστα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον έως ότου υπάρξει κάποια σημαντική διόρθωση. Παρ’ όλα αυτά, το προσαρμοσμένο κατά κεφαλήν διαθέσιμο ακαθάριστο εισόδημα στην Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει στις 17.482 ευρώ ετησίως, τοποθετώντας την Ελλάδα στην τελευταία θέση στην ΕΕ27.
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν πάνε καλύτερα στο εξωτερικό, καθώς παρά τις υψηλότερες απολαβές που έχουν οι Ευρωπαίοι πολίτες, η ΕΚΤ αναφέρει ότι το ποσοστό νοικοκυριών που καθυστερεί την πληρωμή ενοικίων ή λογαριασμών έχει αυξηθεί στο 20% με βάση τα στοιχεία του Ιανουαρίου 2024, από περίπου 15% το 2023. Επίσης, έχει διπλασιαστεί το ποσοστό των νοικοκυριών που καθυστερούν στις πληρωμές στεγαστικών δανείων. Μάλιστα, το μέσο κόστος στέγασης στην ΕΕ υπολογίζεται ότι έχει αυξηθεί κατά 10,2% από τον Ιούλιο του 2022, όταν άρχισαν οι αυξήσεις των επιτοκίων.
Εκτός από την Ελλάδα, πάνω από το 30% του εισοδήματός τους για τη στέγαση ξοδεύουν και οι σκανδιναβικές χώρες, ενώ ακολουθούν η Δανία και η Ισλανδία, όπου το μέσο νοικοκυριό ξοδεύει το 28%. Σε καλύτερη μοίρα είναι η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς σε χώρες όπως, για παράδειγμα, η Κροατία, η Βουλγαρία, η Τσεχία και η Σλοβενία οι πολίτες ξοδεύουν λίγο πάνω από το 10% του μισθού τους για το ενοίκιο, ενώ τα λιγότερα έξοδα για τη στέγαση έχουν τα νοικοκυριά της Μάλτας, τα οποία δαπανούν μόλις το 3%.