THEPOWERGAME
Οι αναβαθμίσεις κατοικιών αναμένεται να αποτελέσουν το νέο «στοίχημα» για την ελληνική αγορά ακινήτων, μιας και στον τομέα αυτόν, κρύβονται όχι μόνο σημαντικές υπεραξίες, αλλά και η δυνατότητα σημαντικής αύξησης της προσφοράς κατοικιών. Όπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς ακινήτων, από τις περίπου 700.000 – 750.000 κατοικίες που είναι δηλωμένες ως κενές/κλειστές, τουλάχιστον το 50% βρίσκεται στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όπου εντοπίζονται και τα μεγαλύτερα προβλήματα στέγασης.
Αντίστοιχα, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών είναι κλειστό, κυρίως εξαιτίας της οικονομικής αδυναμίας των ιδιοκτητών τους να τα επισκευάσουν, ώστε στη συνέχεια να τα διαθέσουν είτε προς πώληση, είτε προς ενοικίαση. Πολλοί ιδιοκτήτες ζουν σε άλλες πόλεις, άλλοι πάλι είναι κληρονόμοι, που δεν έχουν ούτε τον χρόνο, ούτε την οικονομική δυνατότητα να προχωρήσουν σε εκτεταμένες επισκευές κι αφού έχουν ήδη εξασφαλισμένη στέγη, δεν προβαίνουν σε κάποια κίνηση. Ωστόσο, το ζήτημα της προσιτής στέγης έχει αρχίσει να προσλαμβάνει σοβαρές διαστάσεις, ιδίως όσο δεν ενισχύονται και τα εισοδήματα των νοικοκυριών, προκειμένου να μπορούν να ανταπεξέλθουν.
Το ιδιαίτερα παρωχημένο κτιριακό απόθεμα της χώρας προκύπτει και με βάση σχετική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών, που τιτλοφορείται «Ενεργειακή Απόδοση της Κατοικίας και Δυσκολίες Στέγασης». Βάσει αυτής, προκύπτει ότι το 88% του συνολικού πληθυσμού δήλωσε ότι δεν έχει πραγματοποιήσει καμία βελτίωση στην κατοικία, τα τελευταία πέντε χρόνια, είτε σε ό,τι αφορά τη θερμομόνωση του κτιρίου, ή στο σύστημα θέρμανσης.
Κάπως έτσι, το 47,1% του πληθυσμού δηλώνει ότι η κύρια πηγή θέρμανσης παραμένει το πετρέλαιο, ενώ το 21,1% χρησιμοποιεί καυσόξυλα. Ένα επιπλέον 20,6% του πληθυσμού δηλώνει ως κύρια πηγή θέρμανσης την ηλεκτρική ενέργεια (π.χ. μέσω θερμοπομπών, θερμαστρών, ή κλιματιστικό), ενώ μόλις το 17,3% χρησιμοποιεί για την θέρμανση του φυσικό αέριο. Υπενθυμίζεται ότι το 90% των κατοικιών της χώρας είναι ηλικίας τουλάχιστον 20 ετών, κάτι που οφείλεται στην απουσία νέων κατασκευών κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Ακόμα και σήμερα, που έχει ανακάμψει η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα, δεν κατασκευάζονται πάνω από 10.000 νέες κατοικίες σε ετήσια βάση, ποσοστό που δεν ξεπερνά το 10-15% του επιπέδου που βρισκόταν η οικοδομή στα μέσα της δεκαετίας του 2000.
Εν τω μεταξύ, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, προχωρούν οι διαδικασίες ακόμα και για την πλήρη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, κάτι που σημαίνει ότι το επόμενο στάδιο αφορά και την κατάργηση των καυστήρων φυσικού αερίου και την χρήση τεχνολογιών φιλικότερων προς το περιβάλλον, όπως για παράδειγμα οι αντλίες θερμότητας. Τα παραπάνω δεν αποτελούν μια θεωρητική συζήτηση, αλλά απτές πολιτικές, που έχουν ήδη χαραχθεί.
Με βάση τις τελευταίες αλλαγές που διαμορφώθηκαν στο τέλος του 2023, διατηρούνται καταρχάς οι στόχοι του Fit for 55, της πολιτικής της Ε.Ε. για την ενεργειακή μετάβαση και την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030. Η πολιτική αφορά ασφαλώς και τα ακίνητα, που θεωρούνται υπεύθυνα για το 35% των ρύπων αυτών. Ωστόσο, αίρεται η υποχρεωτικότητα των μέτρων που είχαν ψηφιστεί σε πρότερο στάδιο και όριζαν ότι θα πρέπει έως το 2030, όλες οι κατοικίες που σήμερα βρίσκονται στην χαμηλότερη κατηγορία του ενεργειακού πιστοποιητικού, να έχουν αναβαθμιστεί κατά τουλάχιστον δύο κατηγορίες.
Διαπιστώνοντας ότι το σχετικό εγχείρημα είναι πρακτικά αδύνατο, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, λόγω του «γηρασμένου» κτιριακού αποθέματος, αλλά και τεχνικών δυσκολιών, εν τέλει φαίνεται πως τελικά θα δοθεί μεγαλύτερο περιθώριο ελευθερίας. Συγκεκριμένα, κάθε χώρα θα έχει την δυνατότητα να θέσει ξεχωριστό χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη του στόχου μείωσης της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός θα είναι ευθυγραμμισμένος με τον συνολικό πανευρωπαϊκό στόχο. Παράλληλα, κάθε χώρα θα πρέπει να καθορίσει τον αριθμό των κτιρίων, των διαμερισμάτων, αλλά και της επιφάνειας του κτιριακού αποθέματος, που θα πρέπει να αναβαθμίζεται ενεργειακά σε ετήσια βάση, προκειμένου να εξασφαλίσει τους στόχους. Σε πρώτη φάση πάντως, ο πανευρωπαϊκός στόχος είναι η μείωση των ρύπων των κτιρίων κατά 16% έως το 2030 και κατά 20-22% έως το 2035. Παράλληλα, δίνεται και η ελευθερία επιλογής των κτιρίων που θα πρέπει να αναβαθμιστούν, αλλά και των εργαλείων και πολιτικών που θα εφαρμοστούν. Έπαψε δηλαδή να είναι υποχρεωτική η αναβάθμιση μόνο των κτιρίων που βρίσκονται στις δύο χαμηλότερες κατηγορίες του ενεργειακού πιστοποιητικού.
Τα παραπάνω αποτελούν σημαντικές εξελίξεις, καθώς σε αντίθετη περίπτωση, σε χώρες, όπως η Ελλάδα, θα έπρεπε να δαπανήσουν (σε συνδυασμό και με τις κοινοτικές επιδοτήσεις) δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Αν υπολογιστεί το μέγεθος του εγχειρήματος, είναι προφανές ότι ακόμα κι αν υπήρχαν τα σχετικά κεφάλαια, η υλοποίηση θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη.