THEPOWERGAME
Στο επίκεντρο των ξένων επενδυτών αναμένεται να βρεθεί και το 2024 η ελληνική αγορά ακινήτων, καθώς, σύμφωνα με το δελτίο οικονομικών ειδήσεων της Alpha Bank, ήδη το πρώτο εννεάμηνο του 2023 οι επενδύσεις τους ξεπέρασαν το 1,6 δισ. ευρώ. Μάλιστα, στην αγορά ακινήτων έχει κατευθυνθεί φέτος τουλάχιστον το 40% των άμεσων ξένων επενδύσεων που έχουν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα, όταν στο παρελθόν το ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 25%. Παράλληλα, θετικές είναι οι ενδείξεις για την πορεία της επενδυτικής δραστηριότητας στο real estate για τη νέα χρονιά στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς, όπως αναφέρει και η πρόσφατη έρευνα της Savills, αυτή αναμένεται να αυξηθεί στους περισσότερους τομείς ακινήτων.
Η ελληνική αγορά ακινήτων αποτελεί πόλο έλξης για τους ξένους επενδυτές για ακόμη μία χρονιά, καθώς αναπτύσσεται δυναμικά, χάρη στην ανάκαμψη της οικονομίας, τον αυξανόμενο τουρισμό και τα κυβερνητικά κίνητρα. Ήδη υπάρχει μεγαλύτερη αισιοδοξία για τη δραστηριότητα στις αγορές κατοικιών, ιδιαίτερα στον τομέα των πολυκατοικιών, όπου η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά σε πολλούς τομείς. Αναλυτικά, οι επενδύσεις σε κατοικίες στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 33,7% το 2022 και κατά 40,2% το πρώτο εννεάμηνο του 2023, ενώ οι επενδύσεις σε λοιπές κατασκευές κατέγραψαν άνοδο της τάξης του 9,5% και 5,5% αντίστοιχα, ποσοστά που θα αυξηθούν περαιτέρω μέσα στη νέα χρονιά.
Στην Ελλάδα ακόμη οι τιμές των ακινήτων εξακολουθούν να είναι πιο προσιτές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, ειδικά στις παράκτιες περιοχές και στα νησιά, γεγονός που προσελκύει ακόμη περισσότερο επενδυτές από το εξωτερικό. Συγκεκριμένα, οι τιμές αγοράς κατοικίας στα Νότια προάστια, που θεωρείται η πιο ακριβή περιοχή της Αθήνας το δ’ τρίμηνο του 2023, έφτασε στα 3.636 ευρώ ανά τ.μ., όταν σε πόλεις όπως το Παρίσι ήταν 10.200 ευρώ ανά τ.μ., στο Βερολίνο ήταν 5.100 ευρώ ανά τ.μ. και στη Ρώμη 4.900 ευρώ ανά τ.μ.
Ένας ακόμη λόγος που οι επενδυτές επιλέγουν τα ελληνικά ακίνητα είναι και ο αυξημένος τουρισμός της χώρας. Συγκεκριμένα, παρά τις μακροοικονομικές προκλήσεις και τις γεωπολιτικές εξελίξεις, η Ελλάδα βρίσκεται στην 5η θέση των παγκόσμιων τουριστικών brands. Το 2023, μάλιστα, ήταν χρονιά αναφοράς για τον ελληνικό τουρισμό, ενισχύοντας πάνω από κάθε προσδοκία το ΑΕΠ της χώρας. Βάσει των πιο πρόσφατων στοιχείων, μάλιστα, του ΙΝΣΕΤΕ (Νοέμβριος 2023), το 2023 οι αφίξεις ξεπέρασαν τα 32 εκατομμύρια, με έσοδα που υπερέβησαν τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 3% στις αφίξεις και 11% στα έσοδα σε σχέση με το 2019. Οπότε κάθε επένδυση σε τουριστικές υποδομές και υπηρεσίες φιλοξενίας μπορεί να τους αποφέρει σημαντικές υπεραξίες και υψηλές αποδόσεις.
Καθοριστικό ρόλο στην επενδυτική δραστηριότητα θα συνεχίσει να έχει και το 2024 η Χρυσή Βίζα. Ήδη, από τις αρχές του 2023, οι αγορές ακινήτων από επενδυτές μέσω αυτού του προγράμματος έχουν αυξηθεί σημαντικά, φτάνοντας σε συνολική αξία το ένα δισ. ευρώ. Οι επενδυτές που την προτιμούν είναι οι Κινέζοι, που βρίσκονται στην πρώτη θέση, δεύτεροι είναι οι Ισραηλινοί, ενώ υψηλό είναι το ενδιαφέρον και των Αμερικανών.
Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση έχει εισαγάγει διάφορα μέτρα για την προσέλκυση ξένων επενδυτών και την τόνωση του κλάδου των ακινήτων, όπως φορολογικές ρυθμίσεις που αφορούν τη μείωση του φόρου ακινήτων ΕΝΦΙΑ και την απαλλαγή από τον ΦΠΑ για τις νέες κατασκευές έως το τέλος του 2024.
Ακόμη, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας μείωσε σημαντικά τους δείκτες των μη εξυπηρετούμενων δανείων του, από 45% το 2016 σε κάτω από 6% το 2023. Οι τράπεζες επέστρεψαν στα κέρδη και αναμένεται να συνεχίσουν να πληρώνουν μερίσματα το 2024. Αυτή η ανθεκτικότητα και η βελτίωση του τραπεζικού τομέα ενισχύουν ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονομία.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι επενδύσεις το 2024 στα ακίνητα αναμένεται να αυξηθούν μέτρια ή και να παραμείνουν αμετάβλητες στους περισσότερους τομείς ακινήτων. Σύμφωνα, μάλιστα, με την έρευνα της Savills, υπάρχει ιδιαίτερη αισιοδοξία στην αγορά κατοικιών. Βέβαια, όσοι αναζητούν πιο ευκαιριακές επενδύσεις μπορεί να θελήσουν να εξετάσουν ακίνητα που προσφέρουν δυνατότητες ανάπτυξης και επαναχρησιμοποίησης. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τη μετατροπή των γραφείων σε κατοικίες και χώρους φιλοξενίας ή την αναμόρφωση παλαιών εμπορικών κέντρων.