THEPOWERGAME
Μολονότι η αύξηση των επενδύσεων στις αγορές κατοικίας της Ευρώπης είναι το ζητούμενο για να λυθεί το πρόβλημα της ανεπάρκειας στην προσφορά, τα μέτρα που έχουν υιοθετηθεί από κυβερνήσεις για να συγκρατηθεί μεγαλύτερη άνοδος των ενοικίων αποθαρρύνουν νέες εισροές κεφαλαίων. Ειδήμονες αναφέρονται, παραδείγματος χάριν, στο πλαφόν του 2% που ισχύει στις αυξήσεις των μισθωμάτων, ετησίως, στην Ιρλανδία από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και έχει αποτρέψει την κατασκευή νέων κατοικιών. Στη Δανία, αντίστοιχα, μέχρι και το 2024 θα ισχύει πλαφόν 4% στην αναπροσαρμογή ενοικίων στα υφιστάμενα και νέα συμβόλαια.
Πέραν τούτου, οι καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων και τα γραφειοκρατικά εμπόδια δυσχεραίνουν τον σχεδιασμό οικοδομικών έργων είτε για την ανέγερση νέων συγκροτημάτων, είτε για την ανοικοδόμηση παλαιότερων κτιρίων. Ενδεικτικό είναι πως στη Βρετανία, οι τοπικές αρχές χρειάζονται θεωρητικά έως και ένα δίμηνο για να χορηγήσουν μια οικοδομική άδεια για την κατασκευή ενός συγκροτήματος και 13 εβδομάδες για να εγκρίνουν ένα έργο μεγάλης κλίμακας. Στην πράξη, όμως, μόνον δυο στους δέκα φακέλους για μεγάλα κατασκευαστικά έργα εξετάστηκαν κατ’ αναλογία την περίοδο από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο του 2023, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της βρετανικής κυβέρνηση.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει εκτενής ανάλυση του πρακτορείου Bloomberg την ώρα που υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον για τις αγορές κατοικίας της Ευρώπης. Έρευνα της Savills που επικαλείται το αμερικανικό πρακτορείο κάνει λόγο μια αύξηση κεφαλαίων της τάξεως των 82 δισ. ευρώ που θα είναι διαθέσιμα για επενδύσεις στον τομέα στέγασης στην Ευρώπη έως το 2025. Παράγοντες του κλάδου, όμως, τονίζουν πως το περιβάλλον θα πρέπει να γίνει πιο ελκυστικό, γεγονός που σημαίνει πως το πλαφόν στα ενοίκια στην Ιρλανδία ή το αυστηρό νομικό πλαίσιο για την προστασία των μισθωτών που ισχύει στη Γερμανία λειτουργούν αποτρεπτικά για τους επενδυτές. Πόσο μάλλον σε μια περίοδο που τα δάνεια επιβαρύνονται με υψηλά επιτόκια και τα οικοδομικά υλικά φέρουν υψηλό κόστος.
Το ότι, όμως, οι επενδυτές επιδιώκουν μεγαλύτερες επιδόσεις δεν σημαίνει πως τα ενοίκια δεν είναι ήδη τσουχτερά σε αρκετές πόλεις της Ευρώπης. Από το 2018 έως το 2023, τα ενοίκια στο Λονδίνο έχουν αυξηθεί κατά 31%, στο Βερολίνο κατά 28%, στις Βρυξέλλες κατά 24% και στο Παρίσι κατά 10%, σύμφωνα με τη Eurostat και το Bloomberg. Σε ένα πληθωριστικό περιβάλλον καμία πλευρά δεν ικανοποιείται πλήρως καθώς οι δαπάνες αυξάνονται για όλες τις πλευρές και έτσι συρρικνώνονται διαθέσιμα εισοδήματα και κεφάλαια.
Μέχρι σήμερα καμία κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει επιτύχει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στη δυσαρέσκεια των πολιτών για προσιτή στέγη και την επιδίωξη των κατασκευαστικών εταιρειών για υψηλές αποδόσεις. Ο κυβερνητικός συνασπισμός του Όλαφ Σολτς αναγκάστηκε τον περσινό Σεπτέμβριο να αναβάλει την επιβολή νέων νόμων για την ενεργειακή αποτελεσματικότητα των νεόδμητων κτιρίων καθώς αυξάνονταν το κατασκευαστικό κόστος. Ακόμη και με αυτή την παρέμβαση, ωστόσο, το Βερολίνο μάλλον δεν θα καταφέρει να επιτύχει τον στόχο για την ανέγερση 400.000 νέων κατοικιών, σε ετήσια βάση, ένας στόχος που είχε τεθεί για να αντικατασταθούν παλαιότερες κατοικίες.
Από την άλλη πλευρά, τα υψηλά ενοίκια λόγω ανεπάρκειας στην προσφορά στέγης έχουν μετατραπεί σε ακανθώδες πολιτικό ζήτημα σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Σε χώρες όπως η Βρετανία, η Πορτογαλία και η Ολλανδία, οι κυβερνήσεις έχουν τροποποιήσει ή καταργήσει ολοσχερώς προγράμματα για τη χορήγηση χρυσής βίζας σε αλλοδαπούς λόγω των αντιδράσεων από τους πολίτες καθώς δημιουργούνταν στρεβλώσεις στην εγχώρια αγορά κατοικίας.
Αλλά συντρέχουν και ειδικοί λόγοι σε κάθε χώρα για την ανεπάρκεια στην προσφορά στέγης. Στη Σουηδία, η κρίση στην αγορά ακινήτων κορυφώθηκε από την αύξηση των επιτοκίων που θέτει εμπόδια στα νοικοκυριά να εξυπηρετήσουν το στεγαστικό τους δάνειο και στις κατασκευαστικές εταιρείες να αυξήσουν την παραγωγή τους. Η Κ2Α Κnaust & Αndersson Fastigheter AB, μια εταιρεία ακινήτων που κατασκευάζει και μισθώνει κατοικίες, έχει χάσει το 70% της χρηματιστηριακής αξίας της από τότε που η Riksbank, η κεντρική τράπεζα της χώρας, άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια.