THEPOWERGAME
Συγκρατημένα αισιόδοξα για την πορεία της αγοράς ακινήτων το 2024 εμφανίζονται στελέχη της αγοράς ακινήτων, καθώς, παρά τις αυξήσεις τιμών που έχουν μεσολαβήσει, η ελληνική κτηματαγορά εξακολουθεί να είναι από τις φθηνότερες στην Ευρώπη, σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες ακινήτων -και ενώ μάλιστα οι προσφερόμενες αποδόσεις είναι από τις υψηλότερες. Πρόκειται μάλιστα για ένα «παράδοξο», όπως αναφέρουν ειδικοί του κλάδου, καθώς στο εξωτερικό η εικόνα είναι εκ διαμέτρου διαφορετική.
Σύμφωνα με τον κ. Ερρίκο Αρώνες, διευθύνοντα σύμβουλο της επενδυτικής εταιρείας ακινήτων Hellenic Properties, «παραμένουμε από τις φθηνότερες χώρες στην Ευρώπη, σε μια περίοδο όμως που οι άλλες αγορές ακολουθούν αντίστροφη πορεία, με αποτέλεσμα να κλείνει η ψαλίδα. Ο υψηλός πληθωρισμός και τα επιτόκια, όπως επίσης και η μη επιστροφή των εργαζομένων στα γραφεία, έχουν δημιουργήσει μια αρνητική εικόνα για τα επενδυτικά ακίνητα, με κενούς χώρους και τιμές υπό διόρθωση. Έτσι, βλέπουμε να δημιουργούνται επενδυτικές ευκαιρίες στο εξωτερικό, όταν στην Ελλάδα αυτές δεν είναι τόσο προφανείς όσο πριν από μερικά χρόνια», σημείωσε ο κ. Αρώνες, στο πλαίσιο πρόσφατης παρέμβασής του στο συνέδριο ακινήτων Prodexpo. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, οι συνθήκες στην Ελλάδα παραμένουν θετικές για την προσέλκυση περισσότερων ξένων επενδύσεων στην αγορά ακινήτων.
Κατά τον ίδιο, «κλειδί» στην παραπάνω εξέλιξη θα αποτελέσει «το κατά πόσο θα είμαστε σε θέση να προσφέρουμε το προϊόν που χρειάζονται οι ξένοι επενδυτές για να μεγεθύνουν τα χαρτοφυλάκιά τους. Είναι λοιπόν σημαντικό να καταπολεμήσουν τον κατακερματισμό των επενδυτικών έργων, που σήμερα εξακολουθούν να είναι πολλά και μικρά σε μέγεθος».
Σύμφωνα με τον κ. Δημήτρη Μπινιάρη, ιδρυτή της εταιρείας Binswanger Biniaris και πρόεδρο της Ομοσπονδίας Μεσιτών Ελλάδας, «η Ελλάδα αποτελεί τεράστια ευκαιρία για τους ξένους επενδυτές, ένας διεθνής κόμβος, όχι μόνο για τον τουρισμό, αλλά και για τα logistics», μία δυνατή αγορά, όπου την περίοδο της κρίσης αναπτύχθηκε ιδιαίτερα ο τομέας των παλιών αυτοτελών ακινήτων στα κέντρα πόλεων, ακινήτων που ανακαινίζονται και διατίθενται για βραχυχρόνιες μισθώσεις, διαμερίσματα, μπουτίκ ξενοδοχεία, αλλά και φοιτητικές κατοικίες.
Κατά τον κ. Μπινιάρη, σήμερα οι αποδόσεις των επενδυτικών ακινήτων (κτίρια γραφείων, αποθηκευτικοί χώροι, καταστήματα και αυτοτελή κτίρια στο κέντρο των μεγάλων πόλεων) κυμαίνονται μεταξύ 4%-8% για τα καταστήματα, 8%-10% για τα βιομηχανικά ακίνητα, 7%-8% για τους αποθηκευτικούς χώρους, 6%-7,5% για τα γραφεία και 5%-7% για τα ανακαινισμένα ακίνητα πόλης, ανάλογα με τη χρήση. Ένα τέτοιο παλιό αυτοτελές ακίνητο έχει σήμερα κόστος αγοράς 1.500 ευρώ/τ.μ. και κόστος ανακαίνισης που δεν ξεπερνά τα 2.000 ευρώ/τ.μ. Ωστόσο, η τιμή πώλησης μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 6.000 ευρώ/τ.μ., αποφέροντας παράλληλα στον επενδυτή μία απόδοση ύψους περίπου 5%, χωρίς να υπολογίζονται τυχόν υπεραξίες από μελλοντική μεταπώληση.
Εάν, όμως, ένα τέτοιο έργο πραγματοποιηθεί, σε συνεργασία μεταξύ του επενδυτή και μιας εταιρείας ανάπτυξης ακινήτων, η απόδοση μπορεί να αυξηθεί ακόμα και κατά 50%, αγγίζοντας το 7,5% σε ετήσια βάση. Το εύρος των αποδόσεων στα επενδυτικά ακίνητα εξαρτάται από την τοποθεσία, την αρχιτεκτονική, το εγγυημένο μισθωτήριο, την αξιοπιστία του μισθωτή και το αν το ακίνητο είναι «πράσινο» ή όχι.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο κ. Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος, επίτιμος πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Εκτιμητικής κι επιστημονικός σύμβουλος της εταιρείας εκτιμήσεων Solum Property Solutions. Σύμφωνα με τον ίδιο: «Παραμένει ισχυρή η ζήτηση των γραφείων υψηλών προδιαγραφών, ενώ είναι περιορισμένη στα χαμηλών προδιαγραφών παλαιά ακίνητα. Σοβαρή κινητικότητα εξακολουθεί να παρατηρείται στον χώρο των logistics και των ξενοδοχείων, όπου πραγματοποιούνται πολλές συναλλαγές και αναπτύξεις και βρίσκονται σε εξέλιξη πολλές ακόμα. Αυτοί οι δύο τομείς ακινήτων βρίσκονται συνεχώς στο στόχαστρο των ΑΕΕΑΠ και άλλων επενδυτών. Η πλέον περιζήτητη κατηγορία είναι τα μεγάλα ακίνητα logistics, με υψηλή ενεργειακή απόδοση και σε επίκαιρες θέσεις».
Όπως επισημαίνει ο κ. Χαραλαμπόπουλος, στον τομέα των κατοικιών, στην περιοχή της Αττικής, έχουν πλέον ανακτηθεί σχεδόν πλήρως οι απώλειες στις τιμές που σημειώθηκαν κατά τη δεκαετή κρίση, στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ κοντά στα επίπεδα του 2007, ενώ στις άλλες περιοχές υπολείπονται κατά 15% έως 20%. Μάλιστα, σε ορισμένα νεόδμητα ακίνητα, π.χ. στην ευρύτερη περιοχή της Αθηναϊκής Ριβιέρας, οι τιμές έχουν ήδη ξεπεράσει κατά πολύ τα επίπεδα του 2007.