THEPOWERGAME
Το φλέγον ζήτημα των χιλιάδων κλειστών και εγκαταλελειμμένων κατοικιών και κτιρίων, έχει έρθει ξανά έντονα στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου, λόγω της όξυνσης του στεγαστικού προβλήματος της χώρας. Για την αξιοποίηση των εκατοντάδων χιλιάδων κενών διαμερισμάτων, έχουν διατυπωθεί διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα σχέδιο νόμου, το οποίο συντάχθηκε το 2014 και βασίστηκε σε μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Η συγκεκριμένη μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Ωνάση, αλλά εξακολουθεί να μένει ανεφάρμοστη εδώ και μία σχεδόν δεκαετία.
Το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου για τις εγκαταλελειμμένες κατοικίες είχε ως προαπαιτούμενο τη συνεργασία των δημόσιων φορέων με τον ιδιωτικό τομέα. Συγκεκριμένα, ο δήμος είτε κάποιος φορέας του δημοσίου θα μπορούσε να εξασφαλίσει την αποκατάσταση αυτών των κατοικιών μέσω της παραχώρησης από τους ιδιοκτήτες τους, με ειδικούς όρους, σε ιδιωτικές ή και δημόσιες εταιρείες, για όσο διάστημα απαιτείται, ώστε να γίνει η απόσβεση της επένδυσης στην ανακαίνισή τους και η αποκόμιση ενός εύλογου κέρδους από αυτές, χωρίς ωστόσο οι ιδιοκτήτες να χάνουν την ιδιοκτησία τους. Ειδικές ρυθμίσεις προβλέπονταν στην περίπτωση άρνησης μιας μικρής μειοψηφίας ιδιοκτητών, στα συνιδιόκτητα ακίνητα. Παράλληλα, εκπονήθηκε και η μελέτη για την παροχή κινήτρων για την αποκατάσταση κτιρίων γραφείων. Αυτό εξήγησε στο powergame.gr o επίκουρος καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και μέλος του Advisory Board της διαΝΕΟσις, Νίκος Τριανταφυλλόπουλος, ο οποίος ήταν και επικεφαλής της μελέτης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι ιδιοκτήτες από μόνοι τους δεν μπορούν να ανακαινίσουν τα συγκεκριμένα κτίρια, λόγω κυρίως έλλειψης πόρων. Με το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου, ωστόσο θα μπορούσαν να ξεπεραστούν, τόσο τα προβλήματα του υψηλού κόστους των έργων αποκατάστασης και εκσυγχρονισμού τους, όσο και το μεγάλο ζήτημα της συνιδιοκτησίας και πολυϊδιοκτησίας των ακινήτων αυτών, που αποτελούσε ανέκαθεν ένα σοβαρό τροχοπέδη. Το σχέδιο εξετάσθηκε από την πλευρά του υπουργείου Περιβάλλοντος στα τέλη του 2020, αλλά δεν προχώρησε η θεσμοθέτησή του, με πρόφαση την αντισυνταγματικότητα κάποιων προβλέψεών του, πράγμα που δεν αληθεύει. Έτσι, η χρόνια καθυστέρηση της εφαρμογής του συγκεκριμένου σχεδίου, ή οποιουδήποτε άλλου σχεδίου, οφείλεται, όπως υποστηρίζει ο κ. Τριανταφυλλόπουλος στην έλλειψη τόσο της πολιτικής βούλησης όσο και ενός κατάλληλου θεσμικού οργάνου, δηλαδή ενός φορέα που θα το διαχειριζόταν και όχι στην έλλειψη πόρων. Σύμφωνα με τον ίδιο, το συγκεκριμένο σχέδιο αν ήταν έτοιμο, η αποκατάσταση διατηρητέων θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης. «Δεν απαιτούνται πολύ μεγάλα ποσά, λόγω της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος θα επενδύσει και αυτός. Εξάλλου χωρίς τους ιδιωτικούς πόρους δεν μπορεί να υλοποιηθεί με αξιώσεις ποτέ κανένα σχέδιο», προσθέτει.
Τα κλειστά και κενά κτίρια της πόλης αποτελούν σύμφωνα με τον ίδιο ταυτόχρονα πληγή και ευκαιρία. Όσο παραμένουν κλειστά λειτουργούν ως παράγοντες υποβάθμισης των γειτονιών, οικονομικής επιβάρυνσης των ιδιοκτητών και εστίες κίνδυνου για τους πολίτες. Όμως, η επισκευή και επανάχρησή τους μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της κρίσης κατοικίας αλλά και την αναζωογόνηση αστικών περιοχών. Σύμφωνα με τον ίδιο, προ δεκαετίας, το ποσοστό των κενών κατοικιών στο υποβαθμισμένο τμήμα του κέντρου της Αθήνας ανέρχονταν περίπου στο 20% με 25%.
Σήμερα ο αριθμός των κενών διαμερισμάτων επίσης είναι μεγάλος. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) δεν έχει ολοκληρώσει ακόμη την επεξεργασία των δεδομένων για το κτιριακό απόθεμα της χώρας, με αποτέλεσμα κάνεις να μη γνωρίζει τον ακριβή αριθμό τους.
Σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το στεγαστικό πρόβλημα, ο κ. Τριανταφυλλόπουλος υποστηρίζει ότι πρόκειται για καλές πρωτοβουλίες, οι οποίες ωστόσο δεν επαρκούν, ενώ ακόμη οι περισσότερες μάλλον βρίσκονται σε επίπεδο εξαγγελιών.
Για το τι απαιτείται ώστε να εξομαλυνθεί η συγκεκριμένη κατάσταση, ο ίδιος υποστηρίζει το εξής: «Χρειάζεται ολοκληρωμένη στρατηγική, ένα θεσμικό εργαλείο δηλαδή για να αντιμετωπιστεί η στεγαστική κρίση. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που κυοφορούνταν εδώ και πολλά χρόνια. Για παράδειγμα, το γνωρίζαμε από το 2015 ότι θα συμβεί, αφού ήταν γνωστό επίσης και ότι κάποια μεγάλα και μικρά ξένα funds σκόπευαν να αγοράσουν κτίρια για να τα μετατρέψουν σε airbnb ή και να τα πουλήσουν προσδοκώντας στις υπεραξίες που θα παράγονταν μετά την κρίση. Το ίδιο είχε ήδη συμβεί και σε πόλεις του εξωτερικού».
«Θα έπρεπε να υπάρχει ένας φορέας που να παρακολουθεί διαχρονικά την αγορά κατοικίας και να αναλαμβάνει εγκαίρως δράσεις. Ακόμη και σήμερα, ουσιαστικά δεν υπάρχει καμία παρακολούθηση από το κράτος. Δεν είναι πραγματικά γνωστό τι συμβαίνει, δεν υπάρχουν στοιχεία, παρά εντυπώσεις και αμφίβολης αξίας πληροφορίες. Χωρίς γνώση και σοβαρή μελέτη της κατάστασης, δεν μπορεί να υπάρξουν και αποτελεσματικές πολιτικές. Δεν είναι το ίδιο να μιλάμε για κενές κατοικίες και στεγαστικό πρόβλημα στο Ρέθυμνο, στα Γρεβενά και στην Αθήνα. Υπάρχει έντονη χωρική διαφοροποίηση του προβλήματος, και απαιτούνται διαφοροποιημένες πολιτικές. Χρησιμότερο θα ήταν να το δούμε ως μέρος του προβλήματος των πόλεων, και όχι απλά ως πρόβλημα κατοικίας» καταλήγει.