THEPOWERGAME
Ποσοστό που αγγίζει το 30% του μηνιαίου εισοδήματός τους εκτιμάται ότι δαπανούν σήμερα τέσσερα στα δέκα νοικοκυριά στην Ελλάδα για τη στέγαση τους. Το πρόβλημα είναι ακόμα πιο έντονο για τα πιο φτωχά νοικοκυριά, που σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, πληρώνουν πάνω από το 40% του εισοδήματός του στο ενοίκιο. Η εκτόξευση των εξόδων για τη στέγαση οφείλεται κατά κύριο λόγο στον πληθωρισμό και στην έλλειψη αποθέματος ποιοτικών κατοικιών. Συγκεκριμένα, καθοριστικό ρόλο στην άνοδο των τιμών, κατά 50% σε σχέση με το 2017, παίζει η συρρίκνωση του διαθέσιμου αποθέματος κατά σχεδόν 250 χιλ. κατά την περίοδο 2012-22.
Στην Ελλάδα όπως και σε παγκόσμιο επίπεδο το μέσο κόστος στέγασης είναι υψηλότερο για τα νοικοκυριά με ενοίκιο από ότι για τα νοικοκυριά με στεγαστικό δάνειο. Εκτός από την περίπτωση της Ελλάδας, οι πολίτες των σκανδιναβικών χωρών ξοδεύουν πάνω από το 30% του μισθού τους στο ενοίκιο, ενώ ακολουθεί η Δανία και η Ισλανδία όπου το μέσο νοικοκυριό ξοδεύει το 28% του εισοδήματός. Σε καλύτερη μοίρα είναι η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς σε χώρες όπως για παράδειγμα η Κροατία, η Βουλγαρία, η Τσεχία και η Σλοβενία οι πολίτες ξοδεύουν λίγο πάνω από το 10% του μισθού τους για το ενοίκιο, ενώ το λιγότερα έξοδα για τη στέγαση έχουν τα νοικοκυριά της Μάλτας τα οποία δαπανούν μόλις το 3%. Σύμφωνα ακόμη με την έρευνα του ΟΟΣΑ, για την αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων, το μέσο νοικοκυριό σε Ελλάδα και σε χώρες όπως η Ιταλία, το Μεξικό και οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζεται να δαπανήσουν πάνω από το 35% του εισοδήματός του.
«Γολγοθάς» αποτελεί και η εύρεση στέγης στην Ελλάδα, καθώς οι ενοικιαστές έρχονται αντιμέτωποι με μια μεγάλη έλλειψη σπιτιών, η οποία ωθεί τις τιμές σε επίπεδα ρεκόρ. Σύμφωνα με τη ανάλυση της ΕΤΕ, η έντονη συρρίκνωση της κατασκευαστικής δραστηριότητας τη περίοδο 2013 με 2020 και η σημαντική πτώση των τιμών κατοικιών κατά 42% μεταξύ 2008 και 2017 οδήγησαν στη σταδιακή απορρόφηση της υπερβάλλουσας προσφοράς που υπήρχε στα χρόνια της κρίσης. Πέραν της ελαχιστοποίησης της νέας οικοδομικής δραστηριότητας, η ραγδαία κάμψη των επενδύσεων σε έργα ανακαίνισης και αναβάθμισης κτιρίων επιτάχυνε και τη συρρίκνωση του εμπορεύσιμου αποθέματος παλαιότερων κατοικιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα περίπου το 55% του υφιστάμενου αποθέματος κατοικιών είναι ιδιαίτερα παλαιωμένο καθώς έχει κατασκευαστεί πριν το 1980. Συνολικά, την περίοδο 2012-22 το διαθέσιμο απόθεμα κατοικιών έχει μειωθεί κατά 250 χιλιάδες.
Το πρόβλημα της έλλειψης κατοικιών δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, αντίθετα έχει πάρει παγκόσμιες διαστάσεις. Σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, οι ενοικιαστές δυσκολεύονται να βρουν στέγη. Σύμφωνα με το Bloomberg, στο Άμστερνταμ, η έλλειψη κατοικιών είναι ιδιαιτέρως έντονη, από την στιγμή που ένα μεγάλος μέρος των κατοίκων δεν είναι Ολλανδοί, καθώς έρχονται πολλοί ξένοι για σπουδές και δουλειά. Αυτήν την στιγμή, ο «πλεονάζων» πληθυσμός της ολλανδικής πρωτεύουσας έχει δημιουργήσει ένα έλλειμμα 200.000 κατοικιών. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και πολλές άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσας. Ακόμη, ένα παράδειγμα αποτελεί το Δουβλίνο, όπου ο πληθυσμός του έχει αυξηθεί κατά 12% την τελευταία 10ετία, με την έλλειψη κατοικιών να είναι ιδιαίτερα έντονη.
Ακόμη, όπως αναφέρει και ο Economist ο αριθμός των κατοικιών στις αγγλόφωνες χώρες είναι μικρότερος σε σχέση με τον πληθυσμό. Μεταξύ του 2000 και του 2020, ο αριθμός των κατοικιών ανά 100 άτομα αυξήθηκε στη Βρετανία από 43 σε 44, μάλιστα η μελέτη εκτιμά ότι η χώρα υπολείπεται συνολικά 4,3 εκατ. κατοικιών σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στην Αμερική πήγε από 41 σε 42 και στην Αυστραλία από 40 σε 41. Στη Νέα Ζηλανδία η αύξηση του πληθυσμού ξεπέρασε την οικοδόμηση και ο αριθμός των κατοικιών ανά 100 κατοίκους μειώθηκε ελαφρώς, σε 38. Στη Γαλλία, αντίθετα, ο αριθμός ήταν ήδη 50 το 2000 και είχε αυξηθεί σε 55 έως το 2020, στη Γερμανία πήγε από 47 σε 52 και στην Ιαπωνία από 42 σε 49.
Το κόστος στέγασης προβληματίζει πλέον το σύνολο των χωρών της Ευρώπης. Το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για τη στεγαστική πολιτική έχει ανοίξει ξανά και στην Ελλάδα. Όλοι αναγνωρίζουν το πρόβλημα και τις ευρύτερες συνέπειές του, π.χ. στο δημογραφικό προφίλ της χώρας. Η κυβέρνηση μέσω της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης υλοποιεί ένα πρόγραμμα μέτρων για τη στεγαστική κρίση.
Στα σκαριά είναι το νέο πρόγραμμα «Κοινωνική Αντιπαροχή», ενώ συνεχίζει να τρέχει το πρόγραμμα «Σπίτι μου». Ένα ακόμη πρόγραμμα της ΔΥΠΑ που στηρίζει τη στεγαστική πολιτική είναι το «Ανακαινίζω – Νοικιάζω», στο οποίο δίνονται με προνομιακούς όρους δάνεια σε ιδιοκτήτες που είχαν κλειστά διαμερίσματα, για να τα ανακαινίσουν, με ταυτόχρονη υποχρέωση να τα νοικιάσουν για μια τριετία, ώστε να αυξηθεί το οικιστικό απόθεμα προς ενοικίαση. Ακόμη, σε συνεργασία με το υπουργείο Ενέργειας, η ΔΥΠΑ συμμετέχει στο πρόγραμμα «Εξοικονομώ – Ανακαινίζω», όπου χορηγεί χαμηλότοκα δάνεια για το σκέλος της ανακαίνισης. Τέλος, σε συνεργασία με το υπουργείο Εργασίας χρηματοδοτεί το πρόγραμμα «Κάλυψη», που είναι η μετεξέλιξη του προγράμματος «ΕΣΤΙΑ», με τη διάθεση διαμερισμάτων σε ευάλωτες ομάδες.