THEPOWERGAME
Αξεπέραστο είναι μέχρι στιγμής το πρόβλημα της μεγάλης έλλειψης ακινήτων, που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, κατά κύριο λόγο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όπου καταγράφεται το 40% της ζήτησης στην Ελλάδα. Παράλληλα, το εν εξελίξει πρόγραμμα για νέους «Σπίτι μου», ενώ αποτελεί ένα εργαλείο αντιμετώπισης της απουσίας διαθέσιμων κατοικιών, δεν αρκεί, αφού στην ουσία αυξάνει περισσότερο τη ζήτηση, χωρίς να αυξάνεται η προσφορά, καθιστώντας πιο αναγκαία από ποτέ τη διάθεση δημόσιων κτιρίων στην αγορά, και μέσω συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ).
Έτσι υποστηρίζουν τους τελευταίους μήνες στελέχη της αγοράς ακινήτων, ενώ προ εβδομάδων ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, είχε ανακοινώσει πως σχεδιάζεται υπουργείο στεγαστικής πολιτικής. Τα τελευταία χρόνια έχουν πέσει στο τραπέζι διάφορες λύσεις, μεταξύ των οποίων και η αξιοποίηση κτιρίων που σήμερα στεγάζουν κρατικές υπηρεσίες, αν και όποτε κατασκευαστεί το κυβερνητικό πάρκο στις παρυφές του Υμηττού. Στην ανάγκη ενίσχυσης της προσφοράς ακινήτων στάθηκε και ο πρόεδρος του συλλόγου Μεσιτών Αττικής, Λευτέρης Ποταμιάνος, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Premium Real Estate Expo 2023.
Κατά το παρελθόν, και συγκεκριμένα εν έτει 2015, η ελληνική αγορά ακινήτων αντιμετώπιζε ακριβώς το αντίθετο πρόβλημα. Στην αγορά υπήρχαν διαθέσιμα περίπου 200.000 με 300.000 ακίνητα, τα οποία δεν μπορούσαν να απορροφηθούν λόγω της μικρής ζήτησης, που οφειλόταν στην οικονομική κρίση και στη γενικότερη απαξίωση της ελληνικής κτηματαγοράς. Σταδιακά, ωστόσο, η εμφάνιση των ξένων επενδυτών, είτε από την Ευρώπη, είτε μέσω της «Χρυσής Βίζας», αλλά και η δυναμική είσοδος των πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπως η Airbnb, οδήγησαν στη μαζική πώληση ή απόσυρση ακινήτων. Αυτό είχε αποτέλεσμα έπειτα από έξι χρόνια συνεχών αγοραπωλησιών και αύξησης των τιμών, ο ρυθμός απορρόφησης των κατοικιών να είναι αισθητά μεγαλύτερος από τον ρυθμό διάθεσής τους στην αγορά.
Ακόμη, το πάγωμα της οικοδομικής δραστηριότητας στα χρόνια της κρίσης επιβάρυνε σημαντικά το στεγαστικό πρόβλημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ότι το 2005 εκδόθηκαν συνολικά 57.000 οικοδομικές άδειες, ενώ φέτος έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα περίπου 9.500. Παρά το γεγονός πως η οικοδομή εκτινάχθηκε την τελευταία τριετία, σε πολλές περιοχές του Λεκανοπεδίου δεν υπάρχουν πλέον ελεύθερα οικόπεδα. Παράλληλα, η συγκέντρωση ενός μεγάλου αριθμού ακινήτων στα χέρια των funds εξάλειψε και το τελευταίο απόθεμα διαθέσιμων σπιτιών που υπήρχε στα αστικά κέντρα.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα «Σπίτι μου», που απευθύνεται σε νέους από 25 έως 39 ετών, όπως υποστήριξε ο κ. Ποταμιάνος, «αποτελεί ένα ιδιαιτέρως φιλόδοξο σχέδιο, το οποίο βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, καθώς βοηθάει στο να επανέλθει η κουλτούρα σχετικά με το αίσθημα της ιδιοκτησίας στους νέους. Θα έπρεπε, ωστόσο, να έχει προσεχθεί η χρονική στιγμή της εφαρμογής του. Όταν έχεις μια αγορά που δεν έχει απόθεμα και υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση, δεν δημιουργείς την ανάγκη για εύρεση περισσότερων κατοικιών, καθώς η έλλειψη εντείνεται».
Το πρόβλημα της στεγαστικής κρίσης θα μπορούσε να λυθεί, αν εδώ και τρία χρόνια είχε δημιουργηθεί ένα ακόμη πιο φιλόδοξο σχέδιο, πριν από το πρόγραμμα «Σπίτι μου». Το σχέδιο αυτό, σύμφωνα με τα στελέχη της αγοράς, θα έπρεπε να προβλέπει ορισμένα οικόπεδα και κτίρια που ανήκουν στη δημόσια περιουσία να αναπτυχθούν και να κατασκευαστούν σε σύμπραξη, ίσως με τον ιδιωτικό τομέα ή και σε συνεργασία με τις δημοτικές Αρχές, ώστε αυτά να διατεθούν ακόμη και για εργατικές κατοικίες. Πρόκειται για μοντέλο που εφαρμόζεται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία.
Παράλληλα, εκατοντάδες χιλιάδες κενές κατοικίες στο σύνολο της επικράτειας θα μπορούσαν να δώσουν, θεωρητικά, λύση στο πρόβλημα των πολύ υψηλών ενοικίων και εν γένει του στεγαστικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Ο αριθμός, μάλιστα, κενών διαμερισμάτων μόνο στον Δήμο Αθηναίων έφθασε τις 132.000.
Για τα κλειστά ακίνητα, ωστόσο, όπως είπε και ο κ. Ποταμιάνος, είναι αναγκαίο να δοθούν οικονομικά κίνητρα στους ιδιοκτήτες τους, ώστε να τα ανακαινίσουν και να τα διαθέσουν ξανά στην αγορά. Παρ’ ολα αυτά, πολλοί είναι αυτοί που δεν επιθυμούν να τα δώσουν, ενώ το ποσοστό των συγκεκριμένων κατοικιών δεν επαρκεί για να επιλύσει το στεγαστικό πρόβλημα.
Τέλος, μια ακόμη παθογένεια που ταλανίζει την ελληνική κτηματαγορά είναι η έντονη γραφειοκρατία, η οποία έχει γιγαντωθεί μετά την πανδημία. Σήμερα ο μέσος χρόνος για να πωληθεί και να μεταβιβαστεί ένα ακίνητο υπολογίζεται ότι είναι πάνω από έξι μήνες, ενώ πριν από 20 χρόνια ο μέσος όρος χρόνου μεταβίβασης ήταν 15 ημέρες με έναν μήνα.