THEPOWERGAME
Παράθυρο δύο ακόμα μηνών περίπου, έως τις 30 Απριλίου διαθέτουν οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές από χώρες εκτός ΕΕ, προκειμένου να εξασφαλίσουν άδεια παραμονής στην Ελλάδα, με ελάχιστο ύψος επένδυσης τα 250.000 ευρώ, μέσω αγοράς ακινήτου. Η σχετική προθεσμία αφορά στην υπογραφή προσυμφώνου, ενώ στη συνέχεια παρέχεται χρονικό περιθώριο έως το τέλος του 2023, προκειμένου για την υπογραφή των τελικών συμβολαίων.
Από την 1η Μαΐου και μετά, το όριο των 250.000 ευρώ θα διπλασιαστεί σε 500.000 ευρώ στις περιοχές, που μέχρι σήμερα έχουν συγκεντρώσει τον μεγαλύτερο όγκο ξένων επενδυτών, ήτοι το κέντρο της Αθήνας, τα βόρεια και τα νότια προάστια (σε όλο το παραλιακό μέτωπο από το Φάληρο έως και τη Γλυφάδα), τη Μύκονο, τη Σαντορίνη και τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Ακόμα κι έτσι όμως, το ελληνικό πρόγραμμα θα παραμείνει ένα από τα πλέον ελκυστικά, με δεδομένο ότι πλέον, έχουν αρχίσει να καταργούνται τα αντίστοιχα προγράμματα του εξωτερικού, τουλάχιστον στην Ευρώπη.
Το πιο πρόσφατο «πλήγμα» για τους ξένους επενδυτές ήταν η κατάργηση του προγράμματος της Πορτογαλίας, το οποίο μάλιστα ήταν ίσως το πιο επιτυχημένο στην Ευρώπη, έχοντας συγκεντρώσει επενδύσεις συνολικού ύψους σχεδόν 7 δισ. ευρώ από το 2012 που ξεκίνησε να εφαρμόζεται. Μάλιστα, η κατάργηση του πορτογαλικού προγράμματος επενδυτικής μετανάστευσης καθίσταται ακόμα πιο σημαντική εξέλιξη, με δεδομένο ότι ήταν και η μοναδική χώρα (πλην της Μάλτας), που παρείχε ακόμα τη δυνατότητα για την απόκτηση ιθαγένειας, άρα και διαβατηρίου, μετά το πέρας πέντε ετών από την εξασφάλιση της άδειας παραμονής.
Η κυβέρνηση της Πορτογαλίας προχώρησε στην κατάργησή του προγράμματος Χρυσή Βίζα, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το στεγαστικό πρόβλημα, που πλήττει την χώρα της Ιβηρικής Χερσονήσου. Οι ξένοι επενδυτές «ενοχοποιούνται» για την αύξηση των τιμών πώλησης και των ενοικίων, που έχουν αποκλείσει τους μόνιμους κατοίκους από την πρόσβαση στην αγορά κατοικίας, λόγω και της χαμηλής τους αγοραστικής δύναμης.
Μετά λοιπόν και από την εξέλιξη αυτή, η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία εξακολουθεί να προσφέρει την δυνατότητα διαβατηρίου, μέσω αγοράς ακινήτου, είναι η Μάλτα. Σύμφωνα μάλιστα με σχετική έρευνα που πραγματοποίησε η βρετανική εταιρεία Astons, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της επενδυτικής μετανάστευσης και δημοσιεύτηκε σήμερα, το κόστος για την απόκτηση ιθαγένειας, έχει υποχωρήσει πλέον κατά 43,1% σε σχέση με το 2020. Πλέον, η εξασφάλιση διαβατηρίου από τη Μάλτα κοστίζει περίπου 740.000 ευρώ, από 1,3 εκατ. ευρώ πριν από τρία χρόνια. Από την άλλη πλευρά όμως, ο χρόνος αναμονής έως την χορήγησή του, έχει αυξηθεί κατακόρυφα σε 730 ημέρες, από 304 μέρες το 2020. Εν ολίγοις, έχει υπερδιπλασιαστεί ο απαιτούμενος χρόνος και πλέον χρειάζονται σχεδόν δύο χρόνια, για την έκδοση διαβατηρίου.
Άλλη μία ευρωπαϊκή χώρα που επίσης χορηγεί διαβατήριο είναι η Αυστρία. Ωστόσο, η διαδικασία για την έκδοσή του είναι πολύ δαπανηρή και δεν είναι καν σίγουρο ότι ο ενδιαφερόμενος θα μπορέσει να εξασφαλίσει τη χορήγηση της αυστριακής ιθαγένειας. Συγκεκριμένα, ο επενδυτής καλείται καταρχάς να επενδύσει στην οικονομία της χώρας, κατά κανόνα, μέσω μιας σημαντικής επένδυσης σε κάποια υφιστάμενη επιχείρηση. Συνήθως χρειάζονται 10 εκατ. ευρώ άμεσης επένδυσης σε επιχείρηση, ή εναλλακτικά 3 εκατ. ευρώ ως συνεισφορά σε κάποιο κρατικό αναπτυξιακό πρόγραμμα. Ακόμα κι έτσι πάντως, θα χρειαστούν περίπου 2-3 χρόνια έως ότου εκδοθεί διαβατήριο κι αυτό εφόσον ο επενδυτής εξασφαλίσει όλες τις απαιτούμενες εγκρίσεις των αρμόδιων φορέων.